Δεν υπάρχουν αρκετές λέξεις στο λεξικό οποιασδήποτε γλώσσας ώστε να καταφέρω να περιγράψω την μουσική. Η μουσική είναι ποίηση, είναι μια ιστορία, ένα βιβλίο, αρκετά τυχερά ώστε να αφηγηθούν με έναν μοναδικό τρόπο που εμείς ονομάσαμε μελωδία και ρυθμό. Είναι αμέτρητοι και μοναδικοί οι τρόποι που ένα τραγούδι θα επηρεάσει τον καθένα μας, δεν είναι τυχαίο που όσο περνούν τα χρόνια εξελίσσονται και τόσα πολλά είδη.
Αδυνατώ να πιστέψω πως υπάρχει άνθρωπος στον οποίο δεν αρέσει η μουσική. Που δεν αγαπάει ένα τραγούδι, ένα συγκρότημα, έναν καλλιτέχνη με όλη τη δύναμη της ψυχής του. Εκατομμύρια τραγούδια στον κόσμο και όλα τόσο διαφορετικά, ένας στίχος αρκεί για να ταυτιστείς μαζί του, να το συνδέσεις απευθείας με κάποιον αγαπημένο σου άνθρωπο, μια δύσκολη ή ευχάριστη εποχή. Αυτή είναι η μαγεία της μουσικής! Ένα βιβλίο ή μια ταινία μπορεί να σε αγγίξει, μπορεί να τα αγαπήσεις αλλά πρέπει πρώτα να ολοκληρώσεις την ανάγνωση ή την παρακολούθηση, μπαίνεις σε σκέψεις και μερικές φορές δυσκολεύεσαι να εκφέρεις άποψη. Το τραγούδι, όμως, το αισθάνεσαι δικό σου από την πρώτη νότα.
Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου το μόνο είδος που κατάφερα να αγαπήσω ήταν η ροκ μουσική. Αυτό χάρη στον πατέρα μου. Ο πρώτος αγαπημένος μου καλλιτέχνης -ήμουν γύρω στα πέντε τότε- ήταν ο Άλις Κούπερ. Αργότερα, στη λίστα μου προστέθηκαν οι Σκόρπιονς, ο Τζον Μπον Τζόβι, οι Κουίν. Μεγαλώνοντας απέκτησα ιδιαίτερη αγάπη για τους Doors και τον Έλτον Τζον. Αδυναμία τεράστια χρόνια είχα στους Arctic Monkeys. Και τέλος, τα τελευταία δύο χρόνια ερωτεύτηκα μάλλον για πρώτη φορά τόσο δυνατά τους Mötley Crüe. Είδα πρώτα την αυτοβιογραφική ταινία τους στο Netflix, το The Dirt και ύστερα διάβασα το αντίστοιχο βιβλίο, όπως και όλες τις αυτοβιογραφίες που έγραψε το κάθε μέλος ξεχωριστά.
Για τους λίγους ψαγμένους που γνωρίζουν σε ποιους αναφέρομαι, αφιερώνω τις παρακάτω γραμμές σε μία από τις πιο διαβόητες και επικίνδυνες μπάντες της ροκ και μέταλ σκηνής τη δεκαετία του 80. Το συγκρότημα που τάραξε τους δρόμους του Χόλυγουντ και όχι μόνο, ιδρύθηκε το 1981 όπου και δημοσίευσε το πρώτο του άλμπουμ, Too Fast For Love, από τον μπασίστα Νίκι Σιξ, τον ντράμερ Τόμι Λι, τον υποτιμημένο κιθαρίστα τους Μικ Μαρς και φυσικά τον αμφιλεγόμενο τραγουδιστή τους τον Βινς Νιλ. Οι τέσσερίς τους, παιδιά ακόμη, είχαν σημαντική επιτυχία από το πρώτο κιόλας άλμπουμ τους, εκτοξεύθηκαν, ωστόσο, στην κορυφή με το δεύτερο, Shout at the Devil. Στην αρχή, όλα έμοιαζαν ένα παιχνίδι. Αργότερα μόνο κατάλαβαν, ο καθένας ξεχωριστά με τον προσωπικό του εφιάλτη, τον κίνδυνο που είχαν προσκαλέσει χωρίς δισταγμό στο κατώφλι τους.
Ο καθένας με το δικό του ταραγμένο παρελθόν, πήραν τη μεγάλη απόφαση να γίνουν ροκ σταρς, αψηφώντας το τίμημα. Είτε γιατί είχαν πάθος, είτε γιατί είχαν όραμα, είτε για να υποδεχτούν την ουρά από ουσίες και γυναίκες που τους απλωνόταν απλόχερα. Με το Shout at the Devil, οι τέσσερις γρήγορα έγιναν γνωστοί για το παράδοξο και μάλλον υπερβολικό ντύσιμό τους, τις ψηλοτάκουνες μπότες τους, το βάψιμο και φυσικά την απάνθρωπη κατάχρηση αλκοόλ και ναρκωτικών. Όλα άρχισαν να παίρνουν την κάτω βόλτα με το τρίτο τους άλμπουμ, Theatre of Pain, μαζί με τα γεγονότα που το ακολούθησαν. Στις 8 Δεκεμβρίου του 1984, μια διαδρομή των πέντε λεπτών με οδηγό τον μεθυσμένο Βινς κατέληξε σε τραγωδία, όπου το τρακάρισμα σκότωσε τον συνοδηγό του, Νίκολας Ράζλ Ντίνγκλι, ντράμερ για την Φινλανδική μπάντα Hanoi Rocks, και προκάλεσε σημαντικά τραύματα για τους οδηγούς του αμαξιού το οποίο παρέσυρε. Ο Νιλ δικάστηκε σε τριάντα μέρες φυλακή και μια αποζημίωση των δυόμισι εκατομμυρίων δολαρίων στις οικογένειες των θυμάτων. Έμεινε μέσα, ωστόσο, μόνο τις δεκαοχτώ μέρες με την προϋπόθεση πως θα παρέμενε νηφάλιος. Η μπάντα κλήθηκε να κανονίσει την περιοδεία του άλμπουμ για να μπορέσει ο Νιλ να μαζέψει αυτά τα χρήματα.
Το δυστύχημα και το τραύμα του Βινς δεν ήταν το μόνο που επηρέασε το συγκρότημα. Παράλληλα θέριευε και ο χρόνιος εθισμός του Νίκι στην ηρωίνη, ο οποίος υπέφερε από πολλές υπερβολικές δόσεις, με την πιο ακραία αυτή του 1987, όταν στις 23 Δεκεμβρίου τον σκότωσε για δύο λεπτά. Τον έσωσε τελικά ένας διασώστης στο ασθενοφόρο, που ήταν θαυμαστής της μπάντας, με δύο ενέσεις αδρεναλίνης. Μετά το τέταρτο άλμπουμ τους, Girls Girls Girls, η επικίνδυνη και απερίσκεπτη ζωή τους ανάγκασε τους μάνατζερ τους να απαγορεύσουν την περιοδεία τους στην Ευρώπη, από φόβο πως ένας από τους τέσσερις θα γύριζε νεκρός. Η μπάντα εν τέλει δέχτηκε, προκειμένου να συνεχίσει την πορεία της, να παρακολουθήσει πρόγραμμα απεξάρτησης.
Όσο και αν τους έφθειραν όσα περνούσαν, δεν ήταν αρκετά για να τους σταματήσουν. Το 1989 επανήλθαν δριμύτεροι με το άλμπουμ που έφτασε #1 στις τάσεις ξεπερνώντας πολλά εξίσου αξιόλογα, το Dr. Feelgood.
Αυτή η γιγαντιαία επιτυχία δεν ήταν αρκετή, προφανώς, για να κλείσει τις πληγές τους. Το 1992, ο Βινς Νιλ απολύθηκε από το συγκρότημα λόγω των προσωπικών τους διαφωνιών και προβλημάτων. Ο Βινς είχε αρχίσει να χάνει τον ενθουσιασμό του για την πορεία της μουσικής από το τρίτο κιόλας άλμπουμ τους, το 1985. Το δυστύχημα που προκάλεσε άφησε μέσα του ένα τραύμα βαθύ που του άλλαξε όλη τη ζωή, όλο του τον χαρακτήρα. Ακολούθησε μια επιτυχημένη και μη σόλο καριέρα για τα επόμενα πέντε χρόνια και η μπάντα συνέχισε, όχι με την ίδια απήχηση, με καινούριο τραγουδιστή, τον Τζον Κοράμπι.
Ο εφιάλτης του Βινς δε θα τελείωνε εκεί, ωστόσο. Τον Αύγουστο του 1995, η τετράχρονη κόρη του, Σκάιλαρ, υπέκυψε στον καρκίνο στα νεφρά, μετά από μήνες νοσηλείας και επίπονων εγχειρήσεων. Στα δύο χρόνια που ακολούθησαν, ο Νιλ τρέφονταν σχεδόν αποκλειστικά με ποτό και χάπια, ευχόμενος πως θα έδιναν τέλος σε μια ζωή χωρίς το παιδί του. Επανήλθε στα πόδια του όταν ένα όραμα της Σκάιλαρ τον επισκέφτηκε ένα βράδυ στον ύπνο του, πεπεισμένος πως η κόρη του έτσι προσπάθησε να τον βοηθήσει. Το 1992, μετά από πολλά παρακάλια από τους μάνατζερ και του Βινς και της μπάντας, αποφάσισαν να παραμερίσουν τους εγωισμούς του, γνωρίζοντας πως ο μόνος τρόπος να έχουν επιτυχία, ήταν να είναι οι τέσσερις ξανά μαζί.
Ήταν δύσκολο για όλους στην αρχή, αλλά ακόμη και σήμερα δεν ξαναχώρισαν οι δρόμοι τους. Όλα όσα ανέφερα δεν είναι ούτε το ένα τρίτο από όλα όσα τους ανέβασαν στα ύψη και παράλληλα τους κατέστρεψαν. Είναι τόσα όσα, έτσι για να πάρετε μια ιδέα. Δεν υπάρχουν τέτοια συγκροτήματα σήμερα, και δεν θα ξανά υπάρξουν. Με θλίβει η παρακμή που βιώνει ο κόσμος μας πια και νοσταλγώ μια πιο απλή και πιο ξέγνοιαστη εποχή την οποία δε γνώρισα και ποτέ! Παρόλα αυτά, είναι μόνο στο χέρι μας να κάνουμε την κάθε εποχή δική μας και αυτό σίγουρα έκαναν οι Mötley Crüe. Πούλησαν την ψυχή τους στο διάβολο αλλά κατάφεραν και την ξανά πήραν πίσω!
Κείμενο: Φραντσέσκα Νίγκρο