Φεύγοντας μακριά από την Αβγολίδα και την Ανατολική μεριά του νησιού, το ταξίδι μας, μας μεταφέρει στην αντίθετη μεριά της νήσου Κύπρου.
Σε μια περιοχή που ανήκει στα διοικητικά όρια της Κερύνειας, αλλά που γεωγραφικά βρίσκεται μεταξύ της ευρύτερης περιοχής Μόρφου, και της Δυτικής άκριας της οροσειράς του Πενταδακτύλου.
Μια περιοχή που κατακλύζεται από τα δυτικά κύματα της Μεσογείου, που κτυπιέται από την άμμο μιας μικρής ερήμου στα Βόρεια, και με απέραντες πεδιάδες που απλώνονται απ’ άκρη σ’ άκρη από Ανατολή και Νότο.
Φυσικά μιλάμε για την Αγία Ειρήνη της Κερύνειας. Ένα χωριό που υπάρχει με την ίδια ονομασία από τον καιρό των Βυζαντινών χρόνων (Πιο ιστορικά ορθό: Κατά την περίοδο που άκμαζε η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, στην οποία άνηκε και το νησί της Κύπρου), αλλά που οι Τουρκοκύπριοι κάτοικοι του το ονόμαζαν από παλιά, Akdeniz, που σημαίνει Μεσόγειος Θάλασσα.
Ένα χωριό με πλούσιο φυσικό περιβάλλον, μια αξιόλογη ιστορία, ιδιαίτερη δημογραφία, και ένα θλιβερό παρόν.
Ένα χωριό με έναν εγκαταλελειμμένο μετεωρολογικό σταθμό, και με μια εκκλησιά που πλέον δεν κτυπούν οι καμπάνες της.
Ας τα πάρουμε με τη σειρά λοιπόν.
Αυτό το μικρό χωριό απέχει 12 χιλιόμετρα από τη Μόρφου που ευωδιάζει από τα εσπεριδοειδή, και μόλις 2 χιλιόμετρα από την αρχέγονη θάλασσα που το βαπτίζει με την αλμύρα της κάθε πρωί.
Το φυσικό περιβάλλον του χωριού είναι εξ ίσου μαγευτικό στην όψη του, όπως και στις μυρωδιές που προσφέρει.
Αυτό γιατί η Αγία Ειρήνη περιβάλλεται από δασικές εκτάσεις, συγκεκριμένα το δάσος του Κορμακίτη, το δάσος της Αγίας Ειρήνης (Το οποίο σήμερα είναι δημοφιλές στους λάτρεις της φύσης και σε διάφορους ποδηλάτες ή πεζοπόρους), και το δάσος Διορίου, το οποίο πρόσφατα ήταν ένα από τα “θύματα” μιας πύρινης λαίλαπας που κατέκαψε μια μεγάλη έκταση στην περιοχή.
Τουλάχιστον το χωριό δροσίζουνε όσο μπορούνε το Αργάκι του Παλαιόκαστρου, και ο ποταμός Αλουπός.
Αυτό όμως που κινεί την περιέργεια είναι κάτι διαφορετικό. Είναι ένα γεγονός που λίγοι Κύπριοι γνωρίζουν (Ακόμη και αν αυτή η νήσος λογίζεται -Λοάται, όπως λέμε στα Κυπριακά- η πατρίδα τους).
Αυτό το περίεργο λοιπόν, είναι οι διάφοροι αμμόλοφοι, και η μικρή έρημος που βρίσκεται Βόρεια στην ακτογραμμή του ακρωτηρίου του Κορμακίτη. Ένα φυσικό θέαμα στο οποίο θα αναφερθούμε περισσότερο στη συζήτηση για τον Κορμακίτη, το οποίο μαγεύει τον κάθε λάτρη της φύσης (Ωσάν η μεγαλύτερη από τις δύο εκτάσεις ερήμου στην Κύπρο).
Αυτή η έρημος αρχίζει από τα Βορειοδυτικά όρια του χωριού, όμως οι διάφοροι αμμόλοφοι στα Δυτικά παράλια του δρουν σαν το προμήνυμα αυτής της φυσικής ύπαρξης.
Μπορεί τα τελευταία χρόνια να έχουνε φυτευτεί διάφορα δέντρα και φυτά για να σταματήσουνε την επέκταση των αμμόλοφων προς το χωριό, όμως η ύπαρξη τους ίσως και να μαγεύει λίγο περισσότερο τώρα, παρόλο που θα πάρει αρκετά χρόνια μέχρι να μπορεί να γίνει δασώδης η έκταση εκεί, αν γίνει ποτέ.
Και ακόμη και αν αυτό δεν μαγεύει αρκετά, ένας περιηγητής που θα ανταμώσει τριγύρω του, θα δυσκολευτεί να διακρίνει τα βουνά του δάσους της Πάφου, του Τροόδους, σε μέρες με υγρασία, τα οποία αναφαίνονται στον ορίζοντα. Δύσκολο πράγμα να πιστέψει ένας Κύπριος πως υπάρχει ένα τέτοιο μέρος στο νησί.
Μονάχα η περήφανη οροσειρά του Πενταδακτύλου θα φαίνεται να εκτείνεται από τη Βασίλεια έως την Καρπασία.
Ωστόσο, αν κάποιος στρέψει το βλέμμα του, από τον ορίζοντα, κάτω στα πόδια του, θα αντικρύσει κάτι λίγο θλιβερό, λίγο ελπιδοφόρο, αλλά και λίγο περίεργο, όπως κι αν το εκλάβει κανείς.
Όλο το χωριό της Αγίας Ειρήνης είναι γεμάτο με αρχαία κατάλοιπα, κυρίως προϊστορικών χρόνων αλλά και πιο σύγχρονων. Όπου στρέψει κανείς τα μάτια θα δει, λαξευτά σκαλοπάτια στους βράχους, θα δει αρχαία πιεστήρια παραγωγής κρασιού και λαδιού, θα δει πήλινα σκευάσματα να εξέχουν από το έδαφος, ανέγγιχτα για δεκαετίες, μαζί με διάφορα απολιθώματα που ένας Θεός ξέρει πού ανήκουν.
Κάποιος θα δει τα ερείπια του Παλιόκαστρου, ενός αρχαιολογικού χώρου που ήτανε προϊστορικό νεκροταφείο, μαζί με τον αρχαιολογικό χώρο της Αγίας Ειρήνης (που χρονολογείται από την Τελευταία Εποχή του Χαλκού μέχρι το τέλος των Ρωμαϊκών Χρόνων (1650 π.Χ. - 330 μ.Χ.), στον οποίο μια Σουηδική αρχαιολογική αποστολή του Νοέμβριου του 1929, έφερε στο φως κάπου στα 2000 πήλινα ειδώλια διαφόρων μεγεθών, τα οποία ευτυχώς σήμερα κοσμούν μια ειδική αίθουσα του Κυπριακού Μουσείου στη Λευκωσία αλλά και του Μουσείου του Παγκόσμιου Πολιτισμού στη Στοκχόλμη.
Όσο αφορά τα υπόλοιπα αρχαία που φαίνονται παντού στο χωριό, οι αρχαιολογικές ανασκαφές τους έχουν μείνει στάσιμες από το 1974 για ευνόητους λόγους.
Και ακόμη κι αν όλο το χωριό κρύβεται πάνω από έναν αρχαιολογικό χώρο και το γνωρίζουν όλοι, τόσες χιλιετίες μετά, αυτό ακόμη κρύβει τα μυστικά του, χωρίς να γλιτώνει όμως από τους τυμβωρύχους.
Φεύγοντας μακριά από τα αρχαία, στα πιο σύγχρονα, θα δούμε πως μέχρι το 1974, οι κάτοικοι του χωριού ήτανε μικτοί, δηλαδή ανήκανε και στις δύο μεγάλες κοινότητες του νησιού. Μια ωραία συνύπαρξη, που ήταν αρκετά συχνή σε αρκετά χωριά της Κύπρου.
Όσο αφορά τον πληθυσμό του χωριού, οι Ελληνοκύπριοι κάτοικοι του είχανε έναν πληθυσμό κάπου στα 126 άτομα, ενώ τώρα (με τους απογόνους τους) υπολογίζονται κάπου στα 130 άτομα.
Όσο αφορά τους Τουρκοκύπριους, ο αριθμός τους μέχρι το 1911 ήτανε κάπου στα 70 άτομα, λίγο πιο λιγοστοί δηλαδή από τους Ελληνοκύπριους, όμως το 1978 ο αριθμός τους έφθασε κάπου στα 414 άτομα. Ωστόσο, μέχρι το 1974 οι δύο κοινότητες ζούσανε ειρηνικά.
Τα τελευταία χρόνια διάφοροι Τουρκοκύπριοι από άλλα χωριά των κατεχομένων, και διάφοροι Τουρκοκύπριοι που μέχρι πρόσφατα ήτανε στο εξωτερικό, έχουνε έρθει στο χωριό, έχουνε αγοράσει περιουσίες, και πλέον διαμένουν μόνιμα εκεί, ενώ οι αριθμοί τους όλους στο σύνολο ανέρχεται σε 597 άτομα.
Ως μια κατάθεση για τους πρόσφυγες, πρέπει να αναφερθεί πως μετά την Τουρκική εισβολή, πέντε Ελληνοκύπριοι καταφέρανε και μείνανε στο χωριό, οι οποίοι όμως (όπως και πολλοί άλλοι) τον Νοέμβριο του 1976 αναγκαστήκανε να “υποχωρήσουν” στο Νότιο τρήμα του νησιού.
Επίσης, πρέπει να αναφερθεί ότι εάν κάποιος συνομιλήσει με κάποιον πρόσφυγα κάτοικο του χωριού (Αηρινιώτη), ιδιαίτερα τους μεγαλύτερους σε ηλικία, ή από τους εγκλωβισμένους του Κορμακίτη θα ακούσει πως υπήρχαν ιδιαίτερες σχέσεις με τους Μαρωνίτες κατοίκους του χωριού Κορμακίτη, για τους οποίους θα υπάρξει συζήτηση αργότερα.
Ωστόσο, απλά να σημειωθεί πως οι παλαιοί κάτοικοι της Αγίας Ειρήνης, από τις καλές και συνεχείς σχέσεις που είχανε με τους Μαρωνίτες του Κορμακίτη, μιλούσανε αρκετά καλά την Αραβική διάλεκτο, ενώ στην περιοχή, οι Τουρκοκύπριοι, οι Μαρωνίτες και οι Ελληνοκύπριοι ζούσανε ειρηνικά και μονιασμένα, σπέρνοντας τα χωράφια με τα εσπεριδοειδή τους, αλλά και βόσκοντας τα πολυπληθή κοπάδια τους στα πλούσια βοσκοτόπια.
Τώρα όμως το χωριό μένει στάσιμο στον πολιτισμό του. Και όσο αφορά τα αρχαία του, ας ελπίσουμε η κυρία Τασούλα Χατζητοφή να βρει όποια καπηλευμένα αντικείμενα έχουν “φυγαδευτεί”.
Σχετικά με το χωριό, ας ελπίσουμε οι κάτοικοι του να μονιάσουν ξανά κάποτε.
Κείμενο: Στέλιος Νικολάου (Νισολομού)