Υπάρχουν στιγμές, σπάνιες και μοναδικές μέσα στη ζωή, που δεν τις ξεχνάς ποτέ. Στιγμές κατάπληξης από μια απρόσμενη συνάντηση που μοιάζει με θαύμα.
Δεν ξέρω πώς βρεθήκαμε σ'εκείνο το χωριουδάκι της νότιας Γερμανίας αλλά ίσως να ήταν μια από τις καφέ πινακίδες που σημειώνουν μνημεία και αξιοθέατα, αυτή που μας έκανε να βγούμε απ'τον κεντρικό δρόμο και να ακολουθήσουμε άλλη πορεία.
Αφήσαμε το αυτοκίνητο, ανεβήκαμε κάτι χορταριασμένα απότομα σκαλιά και σταθήκαμε μπροστά στην πόρτα μιας εκκλησίας για να επισκεφτούμε το αριστούργημα της τέχνης που, σύμφωνα με την πινακίδα, ήταν κρυμμένο εκεί μέσα.
Ήταν απόγευμα, ο ήλιος έδυε και η γύρω καταπράσινη εξοχή βαφόταν σιγά-σιγά με την μελαγχολία του ηλιοβασιλέματος. Πριν μπω στην εκκλησία στάθηκα ένα λεπτό να ατενίσω το τοπίο, να μυρίσω τα δέντρα και τα φυτά, να προετοιμαστώ για κάτι που δεν είχα ιδέα τι ήταν. Ερημιά, απόλυτη ησυχία, άνθρωπος δεν υπήρχε τριγύρω, και τα πουλιά ακόμα είχαν σωπάσει καθώς ανοίξαμε την βαριά πόρτα της παλιάς εκκλησίας.
Το εσωτερικό ήταν τελείως σκοτεινό και για μια στιγμή αναρωτήθηκα αν θα βλέπαμε τίποτα τελικά. Προχωρήσαμε προσεκτικά, σχεδόν στα τυφλά, προς το τέμπλο και ξαφνικά άπλετο φως χύθηκε επάνω στην Μαντόννα με το βρέφος του ζωγράφου Ματτίας Γκρύνεβαλντ (Matthias Grünewald). Φως έλουσε τα κατάξανθα μακριά μαλλιά της αναγεννησιακής Παρθένου Μαρίας, φως πάνω στο λευκό δέρμα του προσώπου και των χεριών της. Από φως λαμποκοπούσε ολόκληρος και ο μικρός Ιησούς, κατάξανθος κι αυτός, χαρωπός, με ένα κόκκινο κομποσκοίνι περασμένο στο μικρό του χεράκι ετοιμαζόταν να πάρει ένα σύκο που του πρόσφερε η Μητέρα Του.
Φως έγινε και μέσα στην ψυχή μας εκείνο το βράδυ που αξιωθήκαμε να ζήσουμε μια τέτοια στιγμή ανόθευτης χαράς και αληθινής έκπληξης. Η Μαντόννα του χωριού Στούππαχ, ζωγραφισμένη τον 16ο αιώνα, μας είχε προσελκύσει, μας είχε καλέσει, μας είχε φέρει κοντά της για να μας θυμίσει ότι, όπως γράφει η Κάρεν Μπλίξεν, "σ'αυτό τον ωραίο μας κόσμο όλα είναι δυνατόν να συμβούν". Μπορεί να μην ξέραμε ότι υπήρχε, αλλά η Μητέρα με το Παιδί σίγουρα κάτι γνώριζαν για μας.
Γνώριζαν μάλλον πως είχαμε ανάγκη να ξεφύγουμε από την πεπατημένη, ότι ίσως θέλαμε κάτι καινούριο, κάτι διαφορετικό, κάτι που ούτε κάν πιστεύαμε ότι υπήρχε. Μπορεί όντως να αναζητούσαμε την φώτιση.
Κι ας είχε ανάψει το φως χάρη στον αισθητήρα ενός φωτοκυττάρου, το όραμα μπροστά μας ήταν αληθινό διότι είχε καταφέρει ν'αγγίξει την ψυχή μας, μας είχε φέρει κοντά στα δύο πρόσωπα που φεγγοβολούσαν κοιτάζοντας το ένα το άλλο με τόση αγάπη, με τόση χαρά και λατρεία, η Μητέρα και το Παιδί ήταν εκεί, απορροφημένοι ο ένας από τον άλλον, αλλά και με διάθεση προσφοράς για όλο τον κόσμο.
Το φως απλώθηκε πάνω μας, πέρασε μέσα στην καρδιά μας, την ζέστανε, την μαλάκωσε, και ύστερα ξεχύθηκε στο κοιμισμένο χωριό, στην πράσινη εξοχή, στον μακρινό αυτοκινητόδρομο, κάνοντας τη νύχτα μέρα...
Αφιερωμένο στον μικρό Μ.Σ.
Κείμενο: Λητώ Σεϊζάνη