Στην άκρη του πεζοδρομίου είχε πέσει ένα βραχιόλι χάλκινο, σαν αρχαιοελληνικό, με δυο κεφάλια αντικρυστά, δράκων ή κροκοδείλων, στα τελειώματά του.
Σε εποχές πριν τον κορωνοϊό θα είχε σκύψει να το πάρει, να το γυαλίσει, να το φορέσει ίσως σαν τρόπαιο, με την χαρά της απρόσμενης ανακάλυψης. Αλλά τώρα στάθηκε απλώς και το κοίταξε κι αναρωτήθηκε ποιός ή ποιά να το είχε χάσει άραγε.
Κάποια συνάδελφός της ίσως που ακολουθούσε την ίδια διαδρομή προς τη δουλειά, κάποιος συνάδελφος που του το είχε χαρίσει το ταίρι του, ή ίσως ένα από τα κοριτσάκια, τα ρωσιδάκια που έρχονταν εδώ σ'αυτό το ωραίο παλιό κτήριο, το βαμμένο με ένα εκτυφλωτικό κίτρινο χρώμα, για να γυμναστούν. Ήταν μεταξύ εννιά και δώδεκα χρονών, με τα μαλλιά τους πιασμένα ψηλά σ'έναν κότσο που έμοιαζε με μπαλάκι του τέννις, όλα ίδια, αδύνατα, μικροσκοπικά και ταυτόχρονα μικρομέγαλα, ακολουθώντας το μοντέλο που ο κόσμος πρωτογνώρισε χάρη στη Νάντια Κομανέτσι. Εδώ ήταν Ανατολική Γερμανία, μπορεί το Τείχος να είχε πέσει τριάντα χρόνια πριν, όμως ακόμα συχνάζουν σ'αυτά τα μέρη οι πρώην σύμμαχοι ή κατακτητές από την εποχή της Σοβιετικής Ένωσης, οι Πολωνοί, οι Τσέχοι, οι Ρώσοι. Γεωγραφικά και ιστορικά η πόλη αυτή βρίσκεται όντως πιο κοντά στην Τσεχία και την Πολωνία παρά σε κάποια μέρη της Δυτικής Γερμανίας. Και η νοοτροπία, το ντύσιμο, ακόμα και αυτή η υπερβολική αγάπη για τον αθλητισμό, θυμίζουν περισσότερο τις προς ανατολάς κείμενες χώρες παρά την Δυτική Ευρώπη.
Το βραχιόλι μπορεί να το είχε χάσει μια από τις μαμάδες που περιμένουν κάθε απόγευμα τα κορίτσια με τα κοτσάκια σαν μπαλάκια του τέννις να βγουν από το μάθημα της γυμναστικής και μιλούν μεταξύ τους σε κάποια σλάβικη γλώσσα. Οι πατεράδες των γυναικών αυτών, παππούδες των κοριτσιών, θα ήταν κάποτε εδώ σταθμευμένοι, αξιωματούχοι του κατακτητή, θα έμεναν σ'εκείνες τις ωραίες βίλλες κοντά στον ζωολογικό κήπο και θα περνούσαν ζωή και κότα, όσο οι ντόπιοι θα στήνονταν στις ουρές μέσα στο κρύο και στο χιόνι, μες στις αναθυμιάσεις από το καμμένο κάρβουνο, ώρες ολόκληρες για να πάρουν μια φρατζόλα ψωμί ή ένα βαζάκι μαρμελάδα.
Μια Ανατολικογερμανίδα στην ηλικία της, τής είχε διηγηθεί ότι κάποτε, όντας παιδί, κατάφερε με τα πολλά να εξασφαλίσει την πολυπόθητη φρατζόλα αλλά τής την άρπαξε ένας σκύλος. "Δεν υπήρχε περίπτωση να του την αφήσω", είπε. "Με πείσμα του την πήρα από τα δόντια και γύρισα στο σπίτι".
Αν δεν ήταν ο κορωνοϊός, θα μάζευε το βραχιόλι από κάτω και θα το φορούσε. Δεν ήταν ιδιαίτερα ωραίο, ήταν χοντροκομμένο, αγορασμένο ίσως σε κανένα μαγαζί με τουριστικά είδη στην Ταϊλάνδη ή στο Μαρόκκο, σίγουρα πάντως made in China. Made in China όμως ήταν και ο ιός που είχε κάνει τους πάντες και τα πάντα να παραλύσουν.
Πάνε τα ταξίδια σε μέρη εξωτικά, τα αεροπλάνα δεν πετάνε πια και δεν βρωμίζουν την ατμόσφαιρα. Αλλά και οι άνθρωποι δεν πετάνε πια, πάει η παγκοσμιοποίηση. Κάθε κατεργάρης στον πάγκο του τώρα.
Κι εκείνη είχε ξεμείνει εδώ. Μετανάστις πολυτελείας, είχε φύγει από την Ελλάδα πριν από την κρίση και είχε βρεθεί σ'αυτό το μέρος λόγω δουλειάς, ένα μέρος, με το οποίο δεν την συνέδεε τίποτα. Η περιέργειά της να γνωρίσει νέους τόπους την είχε φέρει ώς εδώ, η ακόρεστη περιέργεια της για τις ξένες γλώσσες και τους αλλοδαπούς, διαφορετικούς ανθρώπους. Αλλά αυτοί εδώ, κλεισμένοι τόσα χρόνια πίσω απ'το Παραπέτασμα, απομονωμένοι, φοβισμένοι, αποβλακωμένοι σχεδόν, ήταν ψυχροί κι επιφυλακτικοί, καθόλου ανοιχτόμυαλοι, πτωχοί τω πνεύματι στην κυριολεξία.
Δεν έπαυε ν'απορεί με το γεγονός ότι βρέθηκε εδώ, σ'αυτή την γωνιά της γης. Οι συμπτώσεις, οι συγκυρίες, τα γεγονότα της κάθε ζωής, η μοίρα, όλα ήταν άξια απορίας.
Την σήμερον ημέρα δεν υπάρχουν ουρές για δυσεύρετα τρόφιμα ή για ρούχα. Δηλαδή υπάρχουν αλλά είναι άλλου είδους. Οι πλούσιοι Ιάπωνες, Κορεάτες και ορισμένοι Κινέζοι, σχηματίζουν ουρές για πανάκριβες μάρκες ρούχων στο Παρίσι. Τα παιδιά σ'όλον τον κόσμο σχηματίζουν ουρές για το τελευταίο πανάκριβο κινητό. Αλλά γενικά μπορείς τα πάντα ν'αγοράσεις στα καταστήματα ή στο ίντερνετ. Οι άνθρωποι ζουν για να ψωνίζουν, για να καταναλώνουν. Δεν έχουν χρόνο για τίποτε άλλο. Η θρησκεία, η πίστη, η εκκλησία των σύγχρονων ανθρώπων λέγεται κατανάλωση. Κατά καιρούς υπάρχουν ρεπορτάζ και ντοκυμανταίρ για την παιδική εργασία, για τους κακοπληρωμένους εργάτες του Τρίτου Κόσμου που δουλεύουν σαν σκλάβοι στα εργοστάσια και μένουν όλοι μαζί σε υγρά υπόγεια για να κάνουν οικονομία. Κι εκείνη την αγγίζουν για λίγο αυτές οι εικόνες, την στενοχωρούν, αλλά μόνο για λίγο. Δεν χάνει τον ύπνο της γι'αυτούς τους άγνωστους εργάτες που ελάχιστο ύπνο μπορούν ν'απολαύσουν.
Ποιός να είχε χάσει το βραχιόλι; Και πόσο να του είχε στοιχίσει αυτή η απώλεια; Δεν έμοιαζε νά'χει καμμιά αξία. Ήταν απομίμηση κάποιου μουσειακού εκθέματος και στην θέση των φιδιών που είναι πιο συνηθισμένα, υπήρχαν κεφάλια δυο δράκων ή κροκοδείλων που κοιτούσαν το ένα το άλλο, ενωμένα σε ένα σώμα που ήταν ο κρίκος του βραχιολιού, το μέσο τμήμα του, αυτό που περνάει γύρω από τον καρπό του χεριού.
Πεσμένο εκεί στο πεζοδρόμιο, το δικέφαλο τέρας έμοιαζε νά'χει αφήσει την τελευταία του πνοή.
Αν το κόσμημα είχε κάποια αξία, θα ήταν μόνο συναισθηματική.
Της ήρθε και πάλι να το μαζέψει, να το πάρει μαζί της, να του δώσει μια νέα ζωή. Αλλά δεν έπρεπε ν'αγγίζει τίποτα αυτόν τον καιρό. Ο ιός που απειλούσε τους πάντες, την είχε κάνει προσεκτική, σχολαστική, υποχόνδρια. Αν και ήταν εκατό τοις εκατό υγιής, ένοιωθε σαν άρρωστη. Αυτό το γεγονός, η επέλαση του ιού, είχε πάρει κοσμοϊστορικές διαστάσεις. Η λέξη κορωνοϊός ήταν στα χείλη ολωνών, οι ειδήσεις σ'ολόκληρο τον πλανήτη ξεκινούσαν πάντα με ό,τι νεότερο αφορούσε τον κορωνοϊό. Και να ήθελες να μην τον σκέφτεσαι, δεν μπορούσες. Ήταν πλέον σαν τατουάζ πάνω στο κορμί σου ή μάλλον σαν τατουάζ μέσα στο μυαλό σου, δεν γινόταν ν'απαλλαγείς απ'αυτό.
Κλώτσησε το βραχιόλι με το πόδι της, σαν νά'θελε να δει αν το δικέφαλο τέρας θα κουνιόταν. Τα δυο κεφάλια συνέχισαν ν'αλληλοκοιτάζονται, σιαμαία καταδικασμένα σε αιώνια ένωση.
Σήκωσε τελικά το βραχιόλι από κάτω. Αυτή την εποχή αντί για κραγιόν και μάσκαρα, είχε στην τσάντα της χαρτομάντηλα κι αντισηπτικά. Σκούπισε τα χέρια της, τα κεφάλια και το σώμα των τεράτων, και ξανά τα χέρια της.
Το φόρεσε στον καρπό της, ένοιωσε το βάρος του επάνω στο χέρι της, την κρύα του επιφάνεια καθώς ήρθε σ'επαφή με το δέρμα της. Κοίταξε τα τρομακτικά μάτια των δύο ερπετών. Κατανίκησε τον φόβο της, την σιχασιά που ένοιωθε για το βρώμικο αντικείμενο. Στο εξής αυτό θα ήταν το φυλαχτό της ενάντια στον κορωνοϊό.
Κείμενο: Λητώ Σεϊζάνη
11/08/2020