Τα παπούτσια

Τα παπούτσια

Διήγημα της Λητώς Σεϊζάνη

Τσακώνονταν συχνά. Όχι γιατί εκείνη το ήθελε, αλλοίμονο εκείνη δεν το ήθελε καθόλου. Αλλά γιατί εκείνος το ήθελε. Εκείνος το ήθελε πολύ, επιζητούσε τις εντάσεις, τα ξεσπάσματα, την εκτόνωση μέσω του καυγά. Εκείνη είχε διαβάσει ότι τέτοιου είδους άνθρωποι, σαν τον άντρα της, ανήκουν στην κατηγορία Α, δηλαδή έχουν εκρηκτική προσωπικότητα και κινδυνεύουν περισσότερο να πάνε από καρδιά. Όσο για την ίδια, δυστυχώς δεν ανήκε στην κατηγορία Β, δεν ήταν δηλαδή χαλαρή και άνετη και πρόσχαρη. Όχι. Εκείνη ανήκε στην κατηγορία Γ, που καταπιέζει τα συναισθήματά της, δεν θέλει τσακωμούς εις επήκοον όλων και κινδυνεύει από καρκίνο. Χτυπούσε ξύλο και για τους δυο τους, δεν θα ήθελε να τους συμβούν όλ’αυτά τα άσχημα πράγματα που συνοδεύουν την κατηγορία Α και Γ. Πόσο επιθυμούσε να ήταν και οι δυο δεύτερης κατηγορίας προσωπικότητες και ν’απολαμβάνουν την ζωή χωρίς πάθη και άγχη.

 

 

Λίγο καιρό πριν παντρευτούν, είχε καταλάβει πώς θα κυλούσε η ζωή της μαζί του εξ αιτίας ενός περιστατικού που είχε συμβεί στην διάρκεια μιας μετακόμισης. Μετά την γνωριμία τους είχαν συζήσει για έξι μήνες στο δικό του διαμέρισμα και λίγο πριν παντρευτούν είχαν αποφασίσει να μετακομίσουν στο δικό της που ήταν μεγαλύτερο και πιο καινούριο. Εκείνος ήταν μεγαλόσωμος, ψηλός, ανθεκτικός. Εκείνη ήταν λεπτοκαμωμένη και δεν μπορούσε να σηκώσει πολλά βάρη. Εκείνος είχε μια μάνα «αντρογυναίκα» που αναλάμβανε τα πάντα, οπότε τον είχε πείσει ότι έτσι είναι όλες οι γυναίκες ή τουλάχιστον ότι έτσι πρέπει να είναι. Εκείνη, όμως, δεν ήταν η μάνα του. Ήταν λεπτεπίλεπτη και είχε εξαντληθεί με τη μετακόμιση. Όταν επιτέλους αράδιασαν όλα του τα υπάρχοντα στο σπίτι της, ανακάλυψε εκείνος ότι ένα ζευγάρι καινούρια παπούτσια που ήθελε να φορέσει, είχε λερωθεί. Άρχισε να της φωνάζει ότι δεν το είχε προσέξει και τώρα πώς θα έβγαιναν το μεσημέρι για φαγητό στην κοντινή ταβέρνα όπου είχαν κανονίσει να πάνε με κάποιους φίλους της; Εκείνη προσφέρθηκε να του τα καθαρίσει, το έκανε δηλαδή, αλλά ο λεκές έδειξε ακόμα μεγαλύτερος. Εκείνος έβαλε πάλι τις φωνές, δεν ήταν ευχαριστημένος. «Τότε», του είπε εκείνη, «δεν πάμε πουθενά αφού δεν έχεις παπούτσια να φορέσεις. Θα πάρω τους φίλους μου να το ακυρώσω.» Τώρα είχε θυμώσει κι αυτή, ήταν και υπερβολικά κουρασμένη από τη μετακόμιση, άει στο καλό πια με τον κακομαθημένο.

«Εγώ δεν τα σηκώνω αυτά», της είπε εκείνος. «Θα πάμε. Θα τα φορέσω έτσι όπως είναι και θα πάμε».

Εκεί λοιπόν, σ’εκείνη τη φράση -«εγώ δεν τα σηκώνω αυτά»- κρίθηκε το ποιός θα είχε το πάνω χέρι στο μέλλον. Το πάνω χέρι στον γάμο. Γιατί πάντα ο ένας έχει το πάνω χέρι. Αυτός οδηγεί την κούρσα, αυτός αποφασίζει.

Τα φόρεσε τα λερωμένα του παπούτσια, μουρμουρίζοντας ακόμα, και πήγαν στην ταβέρνα. Το περιστατικό όμως της έμεινε στη μνήμη. Όπως και η δήλωση «εγώ δεν τα σηκώνω αυτά». Δηλαδή «δεν θα μου υπαγορεύεις εσύ τι να κάνω».

Τα χρόνια πέρασαν και πολλές φορές της έδειξε ότι εκείνος δεν τα σήκωνε αυτά. Όσο κι αν κατηγορούσε τη μάνα του ότι ήταν καταπιεστική σε βαθμό κακουργήματος, τελικά είχε πεισθεί πως έτσι έπρεπε να είναι οι γυναίκες. Και βλέποντας την δική του γυναίκα να μην στέκεται στο ύψος των περιστάσεων, να μη μπορεί δηλαδή ν’αντεπεξέλθει σε πολλές βαριές εργασίες όπως η μάνα του, θύμωνε και την κατηγορούσε. «Ανίκανη, κακομαθημένη, τεμπέλα».

Το ποιός ήταν τεμπέλης και τα περίμενε όλα από τις γυναίκες, το έκριναν φυσικά οι άλλοι που έβλεπαν εκείνη να επωμίζεται όλες τις δουλειές του σπιτιού αλλά και την προσπάθεια να εξοικονομηθούν τα προς το ζήν. Όμως εκείνος δεν ήταν ποτέ ευχαριστημένος.

Πέρασαν δέκα χρόνια και ξημέρωσε μια παράξενη μέρα. Εκείνος της είπε πως το βράδυ είχε δει στον ύπνο του τη μάνα του, τώρα πια πεθαμένη, κι έναν άλλο γνωστό του, πεθαμένο κι αυτόν. Εκείνη έκανε πως δεν έδωσε σημασία αλλά τα όνειρα με πεθαμένους πάντα την τρόμαζαν και άρχισε ν’ανησυχεί για εκείνον. Παρ’όλ’αυτά προσπάθησε να διώξει τις άσχημες σκέψεις και βγήκε στα μαγαζιά ν’αγοράσει ένα ζευγάρι παπούτσια. Είχε την συνήθεια ν’αγοράζει πάντα παπούτσια που αποδεικνύονταν ή μεγαλύτερα ή μικρότερα μόλις τα φορούσε μια ολόκληρη μέρα. Ήταν το πρόβλημά της αυτό, δεν έβρισκε ποτέ παπούτσια στο νούμερό της. Έφταιγε άραγε ότι τα δυο πόδια δεν ήταν ακριβώς ίδια, μάλλον το δεξί ήταν λίγο μικρότερο από το αριστερό ή ίσως το γεγονός ότι η μια φτέρνα λύγιζε ελαφριά προς τα μέσα και πατούσε στραβά; Πάντως όταν δοκίμαζε τα παπούτσια στο μαγαζί της φαίνονταν εντάξει, τα αγόραζε, και μετά φτάνοντας στο σπίτι ανακάλυπτε πως την ενοχλούσαν. Αυτή τη φορά πήρε ένα ζευγάρι γκρίζα κλειστά παπούτσια, ίσια, για όλες τις ώρες. Ήθελε να τα φορέσει μια μέρα μέσα στο σπίτι για να βεβαιωθεί ότι της έρχονταν καλά. Της είχε μπει η υποψία πως της ήταν μεγάλα και σκεφτόταν να τα επιστρέψει. Εκείνος τα είδε και του άρεσαν: «Φόρεσέ τα το βράδυ που θα πάμε στο θέατρο», της είπε. Θα πήγαιναν σ’ένα ανοιχτό θέατρο πάνω σ’έναν λόφο κοντά στο σπίτι τους. «Μου φαίνεται ότι μου βγαίνουν. Μάλλον μου είναι σαν παντόφλες και δεν θα μπορώ να περπατήσω. Λέω να τα γυρίσω πίσω στο μαγαζί την Δευτέρα και να πάρω το μικρότερο νούμερο».
Άλλη μια ευκαιρία για καυγά. «Πάντα τα ίδια κάνεις! Έχεις ψυχολογικό πρόβλημα με τα παπούτσια. Όλο νομίζεις πως δεν σου κάνουν». Άρχισε το σφυροκόπημα. «Μήπως τελικά πας επίτηδες και παίρνεις ένα νούμερο που δεν σου κάνει για να έχεις κάτι να στενοχωριέσαι μετά; Φόρεσέ τα επιτέλους και δεν πειράζει. Το πολύ να μη σου κάνουν πράγματι και να πέταξες μερικά χρήματα», της είπε με θυμό.

«Γιατί να πετάξω χρήματα; Αφού δεν μας περισσεύουν», απάντησε εκείνη.

«Δεν πειράζει. Κάντο επειδή το θέλω εγώ».

Οι φωνές του πάντα την τρόμαζαν και υπέκυπτε. Τα φόρεσε. Της έβγαιναν. Περπατούσε με κόπο. Την πονούσαν οι φτέρνες και οι αστράγαλοι.

Στον γυρισμό κατέβηκαν μέσα από ένα αλσάκι. Εκείνη πήγαινε σιγά σιγά για να μη γλιστρήσει.

«Σαν κότα πας».

«Μ’ενοχλούν τα παπούτσια, φοβάμαι μήπως φάω τούμπα».

«Είσαι ανυπόφορη πια, όλο με τα παπούτσια σου ασχολείσαι. Ξέχασέ τα και περπάτα σαν άνθρωπος».

«Μα δεν μπορώ».

«Κι αν φας τούμπα τι θα γίνει; Στο κάτω κάτω αν σ’ενοχλούν, βγάλε τα και κατέβα ξυπόλητη».

«Αχ, σταμάτα πια να μου λες τι να κάνω. Έχω τον πόνο μου, πήγα και πέταξα τόσα λεφτά και έχω κι εσένα από πάνω να με κανοναρχάς.»

Την είχε πιάσει υστερία, ήθελε να βάλει τα κλάμματα αλλά επειδή ήταν τύπος Γ δεν μπορούσε να κλάψει δημοσίως καθώς κατέβαιναν κι άλλοι άνθρωποι από το θέατρο και θα την άκουγαν.

«Εσύ να σταματήσεις. Δεν τρώγεσαι πλέον. Κάνεις ολόκληρη ιστορία κάθε φορά με τα παπούτσια σου. Τόσο σημαντικό ζήτημα είναι; Ξεκινήσαμε ωραία και καλά, και μου το έβγαλες ξινό έτσι όπως πηγαίνεις σαν χελώνα! Καθόλου νεύρο δεν έχεις μέσα σου. Ξεψυχισμένη!»

«Μη φωνάζεις, μας ακούει ο κόσμος».

«Ποσώς μ’ενδιαφέρει. Εσύ και το Υπερεγώ σου, τι θα πει ο κόσμος; Τον έχω γραμμένο τον κόσμο στα παλιά μου τα παπούτσια».

«Εμένα όμως είναι καινούρια τα παπούτσια και δεν μου έρχονται καλά».

Πάντα της έλεγε ότι εκείνη του το έβγαζε ξινό. Πόσες φορές της είχε βγάλει εκείνος ξινή την διασκέδαση με τις φωνές του, πόσες φορές την είχε ρεζιλέψει σε τρίτους, πόσες φορές έπεφτε σε περισυλλογή σαν κατατονικός χωρίς να απαντάει στους γύρω του, αυτά δεν τα λογάριαζε. Πάντα έλεγε ότι εκείνη έφταιγε για όλα. Ήταν τόσο παλιοχαρακτήρας. Μα γιατί τον είχε παντρευτεί; Βέβαια, ήξερε ότι τον είχε παντρευτεί γιατί είχε γνώσεις και καλλιέργεια, και χιούμορ και όταν ήθελε ήταν διασκεδαστικός κι έκανε πετυχημένες μιμήσεις, και είχε ωραία φωνή και του άρεσαν τα ταξίδια όπως και σ’εκείνη. Αλλά ήταν τόσες οι στιγμές που την έφερνε στα όριά της και πραγματικά της ερχόταν να τον πνίξει.

«Προχώρα λοιπόν», του είπε βουρκωμένη. «Προχώρα μπροστά και μη με περιμένεις».

Μουρμουρίζοντας εκείνος, βρίζοντάς την, άρχισε να τρέχει και εξαφανίστηκε.

Μια βρισιά του πέταξε κι εκείνη από μέσα της, μια βαριά βρισιά, κι αμέσως δαγκώθηκε γιατί τον ήξερε πόσο παρορμητικός ήταν και φοβήθηκε μήπως έτσι όπως κατέβαινε κι έβγαινε στο δρόμο, δεν πρόσεχε και μπορούσε να τον χτυπήσει κανένα αυτοκίνητο.

Θυμήθηκε και το όνειρό του που της το είχε διηγηθεί.

«Χριστέ μου», είπε μέσα της, «είναι απαράδεκτος, αλλά ας μην πάθει τίποτα, είναι άντρας μου και τον αγαπώ. Δεν πρέπει να κάνω κακιές σκέψεις».

Γύρισε στο σπίτι, άφησε τα παπούτσια σε μια γωνιά και έκατσε να τον περιμένει.

Εκείνος άργησε να επιστρέψει και όταν ήρθε, της είπε δυο λόγια για να συμφιλιωθούν.

Αφού το συζητήσανε σχετικά ήρεμα και πολιτισμένα, της είπε: «Ξέρεις ότι όταν σε άφησα κόντεψα να σκοτωθώ;»

Την κοίταξε στα μάτια για να της προκαλέσει ίσως τύψεις ή απλώς για να δημιουργήσει αίσθηση με μια παύση δευτερολέπτου στην διήγησή του.

«Καθώς κατέβαινα την πλαγιά μέσα στο σκοτάδι, πήγα να κόψω δρόμο από κάπου και δεν υπολόγισα ότι ήταν σχεδόν γκρεμός. Καθώς πήγαινα να πηδήξω κάτω, σκόνταψα σ’ένα κλαρί και σίγουρα θα σκοτωνόμουν αλλά αισθάνθηκα πως κάποιος με συγκράτησε. Κατάφερα να προσγειωθώ αλλά αν έβλεπες το ύψος, θα τρόμαζες».

Εκείνη τον αγκάλιασε, τρομαγμένη και με την συνείδησή της να την ελέγχει. Μέσα στον θυμό της είχε όντως σκεφτεί κακό για τον άντρα της. Δεν θέλησε να το παραδεχθεί μπροστά του.

«Το όνειρο», του είπε. «Το όνειρό σου».

 


 

Λητώ Σεϊζάνη, 2012. Δημοσιεύθηκε στο πρώτο τεύχος του περιοδικού «Φρέαρ».


Εκτύπωση   Email