Τί σχέση μπορεί να υπάρχει ανάμεσα στους στίχους ενός κομματιού της ελληνικής ρόκ μουσικής και στο ποίημα ενός εκφραστή της λυρικής ποίησης του προηγούμενου αιώνα; Όταν άκουσα πάντως το «Θέλω» από τα «Γυμνά Καλώδια» ο νους μου πήγε στον Καρυωτάκη, στη «Δικαίωση» και στην Ηδύλη Τσαλίκη που το παρουσίασε εξαιρετικά μελοποιημένο το 1981 στους Μουσικούς Αγώνες της Κέρκυρας.
Λυρικός ποιητής, ο πεισιθάνατος Κώστας Καρυωτάκης, πολύγλωσσος και πολυτάλαντος, μικρός το δέμας (βαθιά αυτή η πληγή μέσα του), ασθενής από νόσο στιγματισμένη κοινωνικά και ανίατη στην εποχή του, εσαεί απογοητευμένος και ταυτόχρονα ειρωνικός και μονίμως εξεγερμένος.
«Εμβατήριο πένθιμο και κατακόρυφο», «Ιδανικοί αυτόχειρες» και «Δικαίωσις» είναι οι τίτλοι των τριών τελευταίων ποιημάτων του Καρυωτάκη πριν κόψει το νήμα της ζωής του. Τα δυο από αυτά με σαφή αναφορά σε διάφορες μεθόδους αυτοκτονίας ,όπως και το «Σημείωμα προς επίδοξους αυτόχειρες» που βρήκαν στην τσέπη του σακακιού του μετά θάνατον. Στο τρίτο ποίημα την «Δικαίωση» οραματίζεται, σχεδιάζει με λεπτή ειρωνεία και άφατη λύπη, σε τέσσερις μόνο στροφές, την κηδεία του σαν το άδοξο τελείωμα μιας απαξιωμένης, ατελέσφορης ζωής.
Το πραγματικό του τέλος ήρθε με μια σφαίρα στην καρδιά, στη σκιά ενός ευκαλύπτου. Στην Πρέβεζα. Στις 21 Ιουλίου του 1928.
Πολλά χρόνια αργότερα το 2005 τα «Γυμνά Καλώδια» που αγαπούν την ποίηση και έχουν μελοποιήσει στίχους τόσο του Καρυωτάκη όσο και του άλλου «ιδανικού αυτόχειρα» Ναπολέοντα Λαπαθιώτη αλλά και το εμβληματικό "Κοράκι" του Έντγκαρ Άλλαν Πόε, κυκλοφορούν το «Θέλω». Ο Χρήστος Καλογράνης που υπογράφει τους στίχους και την μουσική περιγράφει τη δική του κηδεία σαν ένα κάλεσμα, μια μεγάλη γιορτή της οποίας σκηνοθετεί και την πιο μικρή λεπτομέρεια. Απ’αυτό το στερνό του προσκλητήριο όπου η παρουσία των φίλων του είναι λυτρωτική, εξαιρεί μόνο την παρουσία της μάνας του. Τυλιγμένος σε γλυκειά μελαγχολία στην αρχή, που όμως γρήγορα υπονομεύεται από την σπαραχτική κραυγή του και τον καταιγισμό από ηλεκτρικές κιθάρες, τραγουδάει με πόνο τον έρωτα, τη ζωή που με πάθος αγάπησε και που τόσο βίαια αποχωρίστηκε.
Θέλω
Θέλω έναν ήχο πάνω απ’ την ψυχή μου
θέλω έναν ήχο να ζεσταίνει το κορμί μου
θέλω έναν ήχο μια σπάνια μελωδία
να προκαλεί χαρά και όχι αηδία.
Θέλω έναν ήχο να αγγίξει τη μορφή σου
να σου θυμίσει την πιο ακριβή γιορτή σου
να σου μαγέψει τα μάτια σου τα πλάνα
μην μου χτυπάτε την πουτάνα την καμπάνα.
Θέλω οι φίλοι μου να κλαίνε απ’ τη χαρά τους
που δεν τους πήρα τα πολύτιμα όνειρά τους
να είναι όλοι τους στην τελευταία γιορτή μου
μα όχι αυτή που `χει γεννήσει το κορμί μου.
Θέλω να ακούγεται από παντού κιθάρα
και τα ντραμς να προκαλούν αντάρα
και να ρίχνουν χώμα στο κορμί μου
με γάντια ολόλευκα φωνάζοντας "τιμή μου"
Από ψηλά είσαι όμορφη, όμορφη όσο ποτέ
γύρνα με πάλι κοντά της, γύρνα με πάλι Θεέ
γύρνα με πάλι σ’ εκείνη, γύρνα με πάλι κοντά
έφυγα μα δεν πρόλαβα, μια τελευταία αγκαλιά.
Θέλω η νύχτα να λέει το όνομά μου
να `ναι πιο μαύρη κι απ’ την άψυχη καρδιά μου
θέλω οι δείκτες ποτέ να μην γυρνάνε
ότι κι αν έφυγε ποτέ ξανά δε θα ’ναι
Θέλω ότι έλεγα ποτέ σας να μην πείτε
κατάρες και ευχές στην μνήμη μου να πιείτε
θέλω να κλείσετε την πλάκα μου στον τάφο
με μάτια ορθάνοιχτα που εγώ ποτέ δε θα `χω.
Από ψηλά είσαι όμορφη, όμορφη όσο ποτέ
γύρνα με πάλι κοντά της, γύρνα με πάλι Θεέ
γύρνα με πάλι σ’ εκείνη, γύρνα με πάλι κοντά
έφυγα μα δεν πρόλαβα, μια τελευταία αγκαλιά
Κείμενο: Μαριάννα Καραβασίλη