Η νουβέλα “Κurgast”, τίτλος της ελληνικής μετάφρασης «Στα Λουτρά», του νομπελίστα Έρμαν Έσσε (Hermann Hesse,1877-1962) δημοσιεύτηκε το 1925 όταν ο συγγραφέας ήταν 48 ετών, και περιγράφει τη διαμονή του σε θεραπευτήριο στη λουτρόπολη Baden της Ελβετίας λόγω μιας ισχιαλγίας που τον ταλαιπωρούσε.
Ο Έσσε, που σκιαγραφεί τον εαυτό του ως έναν μοναχικό και νευρωτικό άνθρωπο προσηλωμένο στις πνευματικές του αναζητήσεις και στην βάσανο της συγγραφής, περιγράφει με οξυδέρκεια, και συχνά με ειρωνεία, τον αστικό μικρόκοσμο του θεραπευτικού κέντρου και τα στάδια της δικής του προσαρμογής σε αυτό και στην πάθησή του.
Όπως και στο «Μαγικό βουνό» του Τόμας Μαν, που γράφτηκε την ίδια περίοδο, η ζωή των ρευματοπαθών στην λουτρόπολη του Μπάντεν όπως και των φθισικών στο σανατόριο του Νταβός ορίζεται από μια αυστηρή καθημερινή ρουτίνα θεραπειών, συναντήσεων με τον θεράποντα ιατρό και γευμάτων στην κοινή τραπεζαρία.
Ο Έσσε, που φθάνει στον σταθμό του τραίνου του Μπάντεν, είναι πολύ αισιόδοξος για την πλήρη ίασή του από την ισχιαλγία. Παρηγορείται και ενθαρρύνεται συγκρίνοντας το δικό του ζωηρό βάδισμα με το διστακτικό, αβέβαιο, ή και χωλαίνον, βάδισμα των άλλων ασθενών οι οποίοι είναι σε χειρότερη κατάσταση από τον ίδιο. Θέλει να διατηρήσει την εικόνα ενός υγειούς, μη «ισχιαλγικού» ανθρώπου. Παρότι όπως όλοι, κρατάει μπαστούνι, το δικό του είναι από μπαμπού χωρίς το ελαστικό τακούνι για καλύτερη πρόσφυση στο έδαφος, έτσι ώστε απλώς να μοιάζει ως ενδυματολογική διακοσμητική λεπτομέρεια και όχι ως βοήθημα βάδισης.
Kurgast στα γερμανικά σημαίνει «φιλοξενούμενος/ασθενής σε θεραπευτήριο/ σπα».
Αργότερα, κατά την διάρκεια της διαμονής του στο θεραπευτήριο, η ελπίδα του για πλήρη ίαση τον εγκαταλείπει (άλλωστε η ισχιαλγία του αρχικά χειροτερεύει με τις θεραπείες), αποθαρρύνεται, η διάθεσή του γίνεται καταθλιπτική και σιγά σιγά υποκύπτει στην νωθρή ζωή του ανθρώπου που αισθάνεται ασθενής. Πλέον κινείται κι αυτός με δυσκολία, στηριζόμενος στους τοίχους και υποβοηθούμενος από τα γκαρσόνια στην τραπεζαρία. Αν και διανοητικά τις απεχθάνεται, αρχίζει να συμμετέχει στις κοινές ψυχαγωγικές δραστηριότητες και συζητήσεις των άλλων ασθενών. Για ένα διάστημα δηλαδή ιδρυματοποιείται (ευτυχώς όχι για 7 χρόνια όπως ο μυθιστορηματικός Hans Castorp στο «Μαγικό Βουνό» του Μαν), ωστόσο προς το τέλος της θεραπείας του καταφέρνει να ξεφύγει από την καταθλιπτική του κατάσταση.
«Στα Λουτρά» Έρμαν Έσσε, εκδόσεις Καστανιώτη- 2002
Σε μια αναδρομή που κάνει αφού έχει επιστρέψει στην κανονική ζωή του, έχει πια συμφιλιωθεί με το μη αναστρέψιμο της πάθησης του. Είναι καλύτερα αλλά δεν γιατρεύτηκε. Μάλλον θα επιστρέψει στην λουτρόπολη στο μέλλον, σταμάτησε όμως «να παρακολουθεί την ισχιαλγία του στενά και κατσουφιασμένος». Την αποδέχεται ως «τμήμα του εαυτού του, που την έχει δικαιολογημένα αποκτήσει, όπως και το γκρίζο του μαλλί».
Είναι «ένας κύριος με ισχιαλγία, με την διαφορά ότι την έχει αυτός, και όχι εκείνη αυτόν».
Το βιβλίο, πέραν των φιλοσοφικών και θρησκευτικών στοχασμών του Hermanne Hesse, παρουσιάζει γλαφυρά και με λεπτομερή ειλικρίνεια τα ψυχικά στάδια αντιμετώπισης (και τους κινδύνους που ελλοχεύουν) μιας συνηθισμένης ανθρώπινης κατάστασης, μιας χρόνιας δηλαδή πάθησης που συχνά οφείλεται στην ηλικία (άρνηση-αποθάρρυνση και δυσθυμία-αποδοχή).
Οι ψυχικές αυτές διεργασίες που οδηγούν σταδιακά στη συμφιλίωση και προσαρμογή στις καταστάσεις που δεν μπορούμε να αποφύγουμε δεν είναι απλώς προϊόν της λογοτεχνικής έκφρασης του Έσσε. Είναι ενδιαφέρον ότι σε ένα άρθρο επιστημονικού ιατρικού περιοδικού* συγκρίνεται η αφήγηση Έσσε το 1925 με αυτήν ενός ισχιαλγικού ασθενούς το 2012. Οι ομοιότητες που επισημαίνονται στο άρθρο είναι εντυπωσιακές : αρχική αισιοδοξία για πλήρη ίαση, συνειδητοποίηση των μόνιμων συμπτωμάτων της πάθησης, προσαρμογή. Μόνο που η αφήγηση του του 2012 είναι απλή περιγραφή ενώ του Έρμαν Έσσε, λογοτέχνημα!
Κείμενο: Μερόπη Σανοπούλου
* «Hermann Hesse and L: Two narratives of sciatica» M. C. Briët, J. Haanb, Ad A. Kapteina, Clinical
Neurology and Neurosurgery 114 (2012) 9– 11
Σ.Σ Η φωτογραφία του συγγραφέα είναι από την wikimedia