Μερικές εκδρομές, μερικά ταξίδια σου ανοίγουν τα μάτια. Μέσα σε λίγες μέρες μαθαίνεις πολλά. Όπως μου συνέβη με ένα σύντομο ταξίδι στο Λύμπεκ ( Lübeck). Ήταν το τελευταίο ταξίδι που έκανα πριν ο ιός κλείσει τους δρόμους και τα σύνορα.
Το Λύμπεκ είναι μια μικρή χαριτωμένη πόλη στην Βαλτική και έχει χαρακτηριστικά όμορφα σπίτια που θυμίζουν Ολλανδία. Έχει επίσης κανάλια και μια ναυτική ιστορία πολλών αιώνων. Το Λύμπεκ ήταν μια από τις σημαντικές πόλεις της Χανσεατικής ομοσπονδίας ή Χάνσα. Ένα καταπληκτικό μουσείο, από τα ωραιότερα που έχω επισκεφτεί, εξιστορεί την δημιουργία αυτού του εμπορικού συνδέσμου που δημιουργήθηκε το 1241 από τις πόλεις του Λύμπεκ και του Αμβούργου και συμπεριέλαβε στη συνέχεια πολλές πόλεις όχι μόνο στη Γερμανία αλλά και στο Βέλγιο και σε άλλες χώρες της Ευρώπης. Το μουσείο της Χάνσα, όπως και πολλά άλλα τέτοια μουσεία, είναι φτιαγμένο κυρίως για παιδιά, ακολουθώντας καλές εκπαιδευτικές μεθόδους, αλλά καταφέρνει να μαγεύει και να διδάσκει και τους μεγάλους. Έτσι μάθαμε λεπτομέρειες για την ζωή των πατρικίων, γνωρίσαμε τα χαρακτηριστικά πλοία της περιοχής, τα κόγκε, που εξήγαγαν μπύρα στην Ρωσία και εισήγαγαν γούνες από εκεί, ακούσαμε με ακουστικά διαλόγους και παζαρέματα βασισμένα σε αληθινές αναφορές ανάμεσα σε εμπόρους και πελάτες της αγοράς της Μπρυζ (σε ειδική αίθουσα που είχε στηθεί με κάθε λεπτομέρεια), περιδιαβήκαμε με ρίγος και ανατριχίλα τις περιόδους της πανούκλας και μάθαμε πώς οι άνθρωποι εκείνη την εποχή άρχισαν να φτιάχνουν διαθήκες και να χαρίζουν τα τιμαλφή τους στα μοναστήρια με την ελπίδα να σώσουν την ψυχή τους. Μάλιστα επειδή οι μοναχοί δεν τους άνοιγαν τις πόρτες από φόβο να μην κολλήσουν, οι άρρωστοι τους πετούσαν τα πολύτιμα σκεύη και κοσμήματα πάνω από τη μάντρα του μοναστηριού.
Ήταν Νοέμβριος και η πόλη προετοιμαζόταν για τα Χριστούγεννα με βιτρίνες και φωτάκια και όλα τα καλά που συνοδεύουν τις γιορτές. Πόλη εκτός των άλλων γνωστή και για το μάρτσιπαν, το περίφημο αμυγδαλωτό με καταγωγή από την Περσία. Υπάρχει ένα ζαχαροπλαστείο πασίγνωστο που το παρασκευάζει και το πουλάει σε όλη την Γερμανία. Οι βιτρίνες του ήταν στολισμένες με φιγούρες από τα παραμύθια φτιαγμένες από μάρτσιπαν.
Πατρίδα του Τόμας Μανν, το Λύμπεκ διαθέτει επίσης και το λεγόμενο σπίτι των Μπούντενμπρουκς, από το ομώνυμο μυθιστόρημά του. Το σπίτι ανήκε στη γιαγιά του συγγραφέα και σήμερα στεγάζει ένα μουσείο αφιερωμένο στον Τόμας Μανν και στον αδελφό του, Χάϊνριχ Μανν, επίσης λογοτέχνη.
Ο Τόμας Μανν είναι ένας από τους 3 Νομπελίστες για τους οποίους μπορεί να καυχηθεί το Λύμπεκ. Ο άλλος ήταν ο Γκύντερ Γκρας, συγγραφέας και καλλιτέχνης, ο οποίος καταγόταν από το Ντάντσιχ (Γκντανσκ) αλλά έζησε και πέθανε στο Λύμπεκ. Και το δικό του σπίτι είναι σήμερα μουσείο.
Ο τρίτος Νομπελίστας του Λύμπεκ ήταν ο πολιτικός Βίλλυ Μπραντ που τιμήθηκε με το Νόμπελ Ειρήνης το 1971. Το σπίτι όπου γεννήθηκε έχει επίσης μετατραπεί σε μουσείο σήμερα.
Το Λύμπεκ εντυπωσιάζει επίσης με τις εκκλησίες του. Στην κρύπτη της καθολικής εκκλησίας της Καρδιάς του Ιησού υπάρχει το μνημείο των 4 μαρτύρων που αντιστάθηκαν στους Ναζί και εκτελέστηκαν. Ήταν 3 Καθολικοί ιερείς και ένας Διαμαρτυρόμενος. Στην κρύπτη υπάρχουν τα άμφιά τους και άλλα προσωπικά τους αντικείμενα καθώς και πληροφορίες για την ζωή και τον θάνατό τους.
Η εκκλησία του ενός Καθολικού ιερέα, του Γιοχάννες Πράσσεκ, λεγόταν Καρδιά του Ιησού και ο ίδιος υπήρξε με όλη του την καρδιά αφοσιωμένος στην πίστη και στα ιδανικά του. Μετά από έναν χρόνο βασάνων και πείνας μέσα στη φυλακή, έστειλε την τελευταία του επιστολή στους συγγενείς του:
«Αγαπημένοι μου! Απόψε έφτασε η ώρα που πρέπει να πεθάνω. Χαίρομαι τόσο πολύ, δεν μπορώ να σας περιγράψω πόσο. Ο Θεός είναι τόσο καλός που μου επέτρεψε να εργαστώ για μερικά όμορφα χρόνια. Κι αυτό το τέλος, με πλήρη συνείδηση και σιωπηλή προετοιμασία για τον θάνατο, είναι το πιο όμορφο απ’όλα. Αν θέλω για κάτι μόνο να σας παρακαλέσω είναι να μην θλίβεστε! Με περιμένει πολλή Χαρά και Ευτυχία, που μπροστά τους η ευτυχία αυτού εδώ του κόσμου δεν είναι τίποτα απολύτως».
Άφησα για το τέλος το πιο εντυπωσιακό αξιοθέατο του Λύμπεκ, την εκκλησία Μαριενκίρχε του 13ου-14ου αιώνος που καταστράφηκε κατά το μεγαλύτερο μέρος της στην διάρκεια των βομβαρδισμών του Β'Παγκοσμίου Πολέμου. Καταστράφηκε το εκκλησιαστικό όργανο στο οποίο έπαιζε ο Μπουξτεχούντε. Για ν'ακούσει τον συνθέτη αυτόν ο Μπαχ θρυλείται ότι διέσχισε με τα πόδια 400 χιλιόμετρα από το Άρνσταντ όπου κατοικούσε τότε μέχρι το Λύμπεκ. Καταστράφηκε και ο καταπληκτικός πίνακας Totentanz (Ο χορός του θανάτου) του 1463 που αφηγείται με στίχους και εικόνες την επέλαση της πανώλης που δεν λυπήθηκε κανέναν. Ήταν ένα έργο εμπνευσμένο από ένα αντίστοιχο γαλλικό. Η καλλιτεχνική του αξία ήταν μεγάλη και οι κάτοικοι του Λύμπεκ, φοβούμενοι ότι θα καταστρεφόταν από τις βόμβες, το προστάτευσαν με ένα ειδικό χοντρό ξύλινο περίβλημα. Όμως οι βρετανικές βόμβες που έπεσαν στο Λύμπεκ το 1942 ήταν διαφορετικές από εκείνες που περίμεναν οι κάτοικοι και τελικά το έργο καταστράφηκε ακόμα πιο γρήγορα. Σήμερα σώζεται μια φωτογραφία του μόνο. Στο Ταλίνν της Εσθονίας υπάρχει επίσης ένα παρόμοιο έργο, μικρότερο από εκείνο του Λύμπεκ.
Ο θάνατος έρχεται να τους βάλει όλους στον χορό. Τον αυτοκράτορα, τον επίσκοπο, τον χωρικό, τον πλούσιο, τον φτωχό, τον μεγάλο, τον μικρό. Όλοι βρίσκουν δικαιολογίες για να αποφύγουν τον χορό του θανάτου. Λέει για παράδειγμα ο χωρικός ότι δεν ξέρει να χορεύει. Όλη του τη ζωή την πέρασε δουλεύοντας σκληρά να βγάλει μια καλή σοδειά. Ο θάνατος, όμως, δεν δέχεται τις δηλώσεις τους. Και προχωράει στον επόμενο, από τον οποίο ζητάει να χορέψει μαζί του.
Παράξενο πώς αυτό το έργο τέχνης, χωρίς να το ξέρουμε τότε, μας προετοίμασε κατά κάποιο τρόπο ψυχολογικά για την επερχόμενη πανδημία.
Εν κατακλείδι, πάντως, απ'όποια πλευρά και αν το δω, το ταξίδι στο Λύμπεκ υπήρξε μια μοναδική κι αξέχαστη εμπειρία.
Κείμενο - Φωτογραφίες : Λητώ Σεϊζάνη