Η ρευστότητα της λογοτεχνικής σχέσης

Η ρευστότητα της λογοτεχνικής σχέσης: διακειμενικές και διυποκειμενικές υφές

Κάθε λογοτεχνικό έργο, και οι συμμετέχοντες σε αυτό, είναι μια ιδιαίτερη σύνθεση, μια αναπόσπαστη και αδιάρρηκτη πυκνότητα νοημάτων. Κανένα λογοτεχνικό έργο όμως και κανένα υποκείμενο (συγγραφικό ή αναγνωστικό) δεν είναι αυθεντικό.

Σύμφωνα με τον Barthes (2019: 154), το λογοτεχνικό έργο: 

δεν είναι φτιαγμένο από μια γραμμή λέξεων απ’ όπου αναδύεται ένα μοναδικό νόημα, κατά κάποιο τρόπο θεολογικό (κάτι σαν το μήνυμα του Συγγραφέα-Θεού), αλλά ένας χώρος με πολλαπλές διαστάσεις, όπου παντρεύονται και αλληλοαμφισβητούνται ποικίλες γραφές, από τις οποίες καμία δεν είναι η πρωταρχική. Το κείμενο είναι ένα πλέγμα αναφορών, προερχόμενων από χίλιες τόσες εστίες πολιτισμού.   

Αντίστοιχα, ο Agamben (2018: 25-26) υπογραμμίζει την ανάγκη για αποφασιστική αμφισβήτηση και ριζική απομάκρυνση από την αντίληψη ότι:  

υπάρχει κάτι σαν ανώτατη ανθρώπινη δραστηριότητα η οποία, μέσω ενός υποκειμένου, πραγματώνεται σε ένα έργο […] Καλλιτέχνης ή ποιητής δεν είναι αυτός που έχει τη δύναμη ή την ικανότητα να δημιουργεί και ο οποίος μια ωραία ημέρα μέσω μιας βουλητικής πράξης ή υπακούοντας σε μια θεϊκή εντολή […] αποφασίζει, όπως ο Θεός των θεολόγων, χωρίς να ξέρει πώς και γιατί, να ενεργοποιηθεί. Και όπως ο ποιητής και ο ζωγράφος, […] και, τελικά, κάθε άνθρωπος δεν είναι οι υπερβατικοί κάτοχοι μιας ικανότητας τέλεσης ή παραγωγής έργων: είναι, μάλλον, ζωντανά όντα τα οποία, στη χρήση και μονάχα στη χρήση των μελών τους όπως και του κόσμου που τα περιβάλλει, βιώνουν τον εαυτό τους και τον συγκροτούν ως μορφές της ζωής.  

Κάθε λογοτεχνικό έργο δηλαδή αποτελεί κοινωνικο-πολιτισμική κατασκευή. Όπως εξηγεί ο Μαρκούζε (1998: 26), «η κοινωνία […] είναι παρούσα στην […] τέχνη […] είναι το υλικό για την αισθητική αναπαράσταση», η οποία με τη σειρά της είναι προϊόν διακειμενικών και διυποκειμενικών σχέσεων. Η έννοια της διακειμένικότητας περιγράφει το γεγονός ότι «δεν υπάρχει λογοτεχνική πρωτοτυπία δεν υπάρχει ένα αρχικό λογοτεχνικό έργο, όλη η λογοτεχνία είναι διακειμενική» (Ήγκλετον, 1996: 208). Σύμφωνα με τον Barthes (2019: 173), «αν αναζητούμε τις πηγές, τις επιδράσεις ενός έργου, υπηρετούμε απλώς τον μύθο της προέλευσης […] oι αναφορές με τις οποίες είναι φτιαγμένο ένα κείμενο είναι ανώνυμες, ανεπισήμαντες, ωστόσο ήδη διαβασμένες: είναι αναφορές χωρίς εισαγωγικά» (Barthes, 2019: 173) (για την έννοια της διακειμενικότητας, βλ. επίσης Kristeva, 1980). Αντίστοιχα, με τον όρο διυποκειμενικότητα εννοείται η κυριολεκτική και υπερβατική  επικοινωνία μεταξύ των υποκειμένων. Λέγοντας υπερβατικά δεν εννοείται κάποια μεταφυσική επικοινωνία, αλλά η αξιοποίηση και ανατροφοδότηση της εγγεγραμμένης κοινής γνώσης στην οποία κάθε υποκείμενο συμμετέχει. Ας σκεφτούμε την κάθε κοινωνία, καθώς και όλες τις εκφάνσεις της σαν έναν απέραντο καμβά. Η λογοτεχνική παραγωγή έχει τις ρίζες της, την καταγωγή της σε αυτόν τον καμβά, σε κάθε διάστασή του και πάνω στο ατέλειωτο σώμα του διαμορφώνονται και μεταβάλλονται τα πάντα, το οτιδήποτε. Ο καμβάς αυτός δεν βρίσκεται σε κάποιο ιδιωτικό επίπεδο, δηλαδή σε επίπεδο κατοχής, ελέγχου, φροντίδας και διαφύλαξης, αλλά είναι ο ίδιος ο κόσμος, η ίδια η ζωή, η κάθε έκφανση του κοινωνικού, πολιτικού και πολιτισμικού γίγνεσθαι.

Οι λογοτεχνικές σχέσεις λοιπόν δεν είναι δυνατόν να ερμηνευθούν στατικά, ως αποτελούμενες δηλαδή από δύο πόλους, δύο πλευρές, δύο άκρα, τον συγγραφέα και τον αναγνώστη. Με αυτό τον τρόπο δεν εξηγείται επαρκώς η ουσία της λογοτεχνικής σχέσης. Αποσιωπάται ολόκληρο το ταξίδι και ο προορισμός της λογοτεχνικής παραγωγής. Η λογοτεχνία δεν μπορεί να θεωρείται απλώς μία σχέση με δύο πόλους (συγγραφέας και αναγνώστης), μέσα στη οποία ο καθένας έχει τον διακριτό (και αμετάβλητο τις πιο πολλές φορές) ρόλο του και συνδιαλέγεται, αλληλεπιδρά και επικοινωνεί με τον άλλο. Δεν είναι ο συγγραφέας που απευθύνεται (με οποιοδήποτε τρόπο) στον αναγνώστη, οπότε εν μέρει τον προβλέπει κιόλας, ούτε είναι ο αναγνώστης που προσκαλείται από το συγγραφέα και ακολουθεί τα σημάδια του τελευταίου σύμφωνα με τις δικές του αντιλήψεις και διαμορφώνει ένα νόημα για το περιεχόμενο του κειμένου. Ο Barthes (2005: 90) γράφει σχετικά ότι «το κείμενο δεν έχει διανυσματική μορφή, δεν είναι ούτε ενεργητικό, προϋποθέτοντας κάποιον παθητικό δέκτη, ούτε μια τεχνική επενέργειας, προϋποθέτοντας έναν φορέα· είναι μια παραγωγή, το ανεπανόρθωτο αντικείμενο της οποίας βρίσκεται σε μια διηνεκή κατάσταση κυκλοφορίας». Η λογοτεχνική σχέση λοιπόν ως διπολική, είναι η αποκάλυψη της μισής αλήθειας για τη σχέση αυτή.

Κλείνοντας, με βάση τα παραπάνω, η λογοτεχνική παραγωγή μπορεί να θεωρηθεί ότι συμβαίνει σε τρία στάδια. Το πρώτο στάδιο αφορά την αφετηρία της λογοτεχνίας, η οποία δεν είναι ατομική, δεν είναι δηλαδή απλώς ζήτημα του συγγραφέα, αλλά βρίσκεται στο περιβάλλον του καμβά (βλ. παραπάνω). Ο καμβάς αυτός δεν είναι το πεδίο της λογοτεχνίας, αλλά το άχτιστο κάστρο του λογοτεχνικού έργου, η πηγή νοημάτων η οποία τροφοδοτείται από όλα τα υποκείμενα. Ο συγγραφέας αντλεί το υλικό του από τα νοήματα αυτά και ύστερα παίρνει την απόφαση για τη λογοτεχνική τους αξιοποίηση, για τον μετασχηματισμό των συλλογικών νοημάτων σε λογοτεχνία, σε τέχνη. Το δεύτερο στάδιο αφορά το σημείο της λογοτεχνικής δημιουργίας, της καλλιτεχνικής έκφρασης. Το τρίτο στάδιο αφορά τη μετάδοση του έργου, και είναι το πιο σημαντικό και από τα τρία γιατί στο στάδιο αυτό η πρόθεση της επικοινωνίας επιτελείται. Επομένως, βλέπουμε ότι η λογοτεχνία αποτελεί ένα σύστημα εντός του οποίου συμπλέκονται ποικιλοτρόπως, και δρουν μονίμως και αενάως, τόσο το συγγραφικό όσο και το αναγνωστικό υποκείμενο (βλ. επίσης Σχήμα 1).   

Σχήμα 1: Σχέση συγγραφέα-αναγνώστη-λογοτεχνικού κειμένου στη λογοτεχνική παραγωγή

Όποια σχολή σκέψης λοιπόν και αν ακολουθεί μία ανάλυση για τη λογοτεχνία, και ανεξάρτητα από το υποκείμενο ή τον τόπο στον οποίο δίνει έμφαση, αν δεν αναφέρεται και στα τρία μέρη του συστήματος της λογοτεχνίας είναι ελλιπής, διότι κανένα δεν υφίσταται χωρίς όλα τα άλλα. Συνεπώς, πρέπει να ληφθούν υπόψιν και να περιγραφούν και τα τρία αυτά μέρη, αν θέλει κανείς να παραδώσει ένα ουσιαστικό και σε βάθος πόνημα.

 

Βιβλιογραφία:  

Agamben, G. (2018). Δημιουργία και αναρχία (Π. Καλαμαράς, Μτφρ., Π. Τσιαμούρας Επιμ.). Αθήνα: Έρμα.

Barthes, R. (2005). Απόλαυση, γραφή, ανάγνωση (Α. Κόρκα, Μτφρ., Μ. Βιέν, Επιμ.). Αθήνα: Πλέθρον.

Barthes, R. (2019). Εικόνα, Μουσική, Κείμενο (Γ. Σπανός, Μτφρ., Β. Πατσογιάννης, Επιμ.). Αθήνα: Πλέθρον.

Ήγκλετον, Τ. (1996). Εισαγωγή στη Θεωρία της Λογοτεχνίας (Δ. Τζιόβας, Μτφρ.). Αθήνα: Οδυσσέας.

Kristeva, J. (1980). Word, Dialogue and Novel. Στο L. S. Roudiez (Επιμ.), Desire in Language: A Semiotic Approach to Literature and Art (T. Gora et al., Μτφρ.) (σσ. 64-91). New York: Columbia University Press.

Μαρκούζε, Χ. (1998). Η αισθητική διάσταση: Για μια κριτική της μαρξιστικής αισθητικής (Β. Τομανάς, Μτφρ.). Θεσσαλονίκη: Νησίδες.

 

Κείμενο: Μιχάλης Κατσιγιάννης

 


Εκτύπωση   Email