Η Μαρί Κιουρί είναι ίσως η μόνη γυναίκα θετική επιστήμων γνωστή στο ευρύ κοινό για την πρωτοποριακή έρευνά της στο φαινόμενο της ραδιενέργειας. Για το έργο της έλαβε πολλές διακρίσεις, μοναδικές μάλλον για γυναίκα επιστήμονα, ακόμη και σήμερα.
Είναι η πρώτη γυναίκα που έλαβε Νόμπελ Φυσικής, η πρώτη γυναίκα που έλαβε Νόμπελ Χημείας, η μόνη γυναίκα που έλαβε δύο Νόμπελ και ο μόνος άνθρωπος που έλαβε Νόμπελ σε δύο διαφορετικά επιστημονικά πεδία (Φυσική και Χημεία). Σημειωτέον ότι μεταξύ των ετών 1901 και 2022, βραβείο Νόμπελ στην Φυσική έχει δοθεί σε 221 άτομα, εκ των οποίων μόνο τέσσερις είναι γυναίκες (~2%). Αντίστοιχα μόνο 8 γυναίκες έχουν λάβει Νόμπελ Χημείας (~4%).
Η Μαρί Κιουρί υπήρξε η πρώτη γυναίκα που της απενεμήθη διδακτορικό στη Γαλλία και η πρώτη γυναίκα καθηγήτρια στη Σορβόννη.
Οι διακρίσεις που έλαβε η Marie Curie στα 67 χρόνια της ζωής της είναι αξιοσημείωτες, όχι μόνον γιατί αντικατοπτρίζουν την μεγάλη συνεισφορά της στην επιστήμη, αλλά και γιατί είναι μοναδικές μέχρι σήμερα για μια γυναίκα.
Χαρακτηριστικό της αναγνώρισης της Curie στον ανδροκρατούμενο επιστημονικό κόσμο της εποχής της, είναι το γεγονός ότι μεταξύ των ετών 1911 και 1930, ήταν η μόνη γυναίκα που συμμετείχε στα πρώτα επτά Συνέδρια Solvay, ίσως τα διασημότερα και υψηλότερου κύρους Συνέδρια στην Φυσική και στην Χημεία που πραγματοποιούνται μέχρι σήμερα στις Βρυξέλλες.
Η αναμνηστική φωτογραφία από το 5ο Συνέδριο το 1927 είναι εντυπωσιακή, αφού 17 από τους 29 συμμετέχοντες στο συνέδριο αυτό είχαν πάρει ή θα έπαιρναν στο μέλλον βραβείο Νόμπελ!! Ενδιαφέρον είναι ότι όλοι οι άρρενες σύνεδροι αναγράφονται με το ονοματεπώνυμό τους, ενώ η Κιουρί ως “Mme Curie “.
Για να κατανοήσει κανείς την σπουδαιότητα των ανακαλύψεων μιας έρευνας πρέπει να την τοποθετήσει στο επιστημονικό πλαίσιο της εποχής. Ο 19ος αιώνας μέχρι το πρώτο τέταρτο του 20ού υπήρξε η περίοδος που άλλαξε την αντίληψη μας για τον φυσικό κόσμο (θεωρία της ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας, θεωρία της σχετικότητας, θεωρία των κβάντων). Μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα γνωρίζαμε ένα μέρος του ηλεκτρομαγνητικού φάσματος, την ορατή, υπέρυθρο και υπεριώδη ακτινοβολία και τα μαγνητικά και ηλεκτρικά κύματα. Το 1895 ο Γερμανός φυσικός Wilhelm Conrad Roentgen (1845-1923) ανακάλυψε μια νέα μορφή ακτίνων τις οποίες ονόμασε ακτίνες X , ενώ την ίδια περίοδο ο Γάλλος Henri Becquerel (1852-1908) ανακάλυψε ότι οι ενώσεις του στοιχείου ουρανίου εξέπεμπαν αυθόρμητα (χωρίς την έξωθεν κατανάλωση ενέργειας) ακτινοβολία με παρόμοιες ιδιότητες με αυτές των ακτίνων X.
Μια από τις πρώτες ακτινογραφίες του Roentgen –το χέρι συναδέλφου του όπου διακρίνεται και η βέρα του. Οι ακτίνες X ή ακτίνες Roentgen, διαπερνούν τους μαλακούς ιστούς αλλά όχι τα οστά του ανθρωπίνου σώματος, μια ανακάλυψη που οδήγησε στην ανάπτυξη της ιατρικής ακτινογραφίας!
Εμπνεόμενη από τις ανακαλύψεις αυτές, η Κιουρί, ασχολήθηκε διεξοδικά με την μέτρηση και τις ιδιότητες της ακτινοβολίας των ενώσεων του ουρανίου, που την ονόμασε «ραδιενέργεια» (radioactivity). Διατύπωσε την πρωτοποριακή υπόθεση ότι η καινούργια ακτινοβολία δεν εξαρτιόταν από την μορφή των ενώσεων του ουρανίου, αλλά ήταν αποτέλεσμα της δομής του ατόμου του ουρανίου. Έτσι συνέβαλε σε μια θεμελιώδη μετατόπιση στην κατανόηση της ύλης, όπου πλέον το άτομο δεν θεωρείται ως το στοιχειώδες σωματίδιο της ύλης, δηλ. αδιαίρετο ή αδιάσπαστο σωματίδιο (άποψη που επικρατούσε από την εποχή του Δημόκριτου). Όπως γνωρίζουμε σήμερα, τα άτομα του ουρανίου (όπως και των άλλων ραδιενεργών στοιχείων) δύναται να υποστούν διάσπαση του πυρήνα τους και να μετατραπούν σε διαφορετικά στοιχεία με ταυτόχρονη έκλυση ακτινοβολίας.
Το ζεύγος Κιουρί.
Σε συνεργασία με τον σύζυγό της Pierre Curie (1859-1906), ανακάλυψαν δύο νέα ραδιενεργά στοιχεία, το πολώνιο (που το ονόμασε προς τιμήν της πατρίδας της) και το ράδιο, επέτυχαν δηλαδή έναν από τους υψηλότερους στόχους ενός επιστήμονα την εποχή εκείνη, να προσθέσουν νέα στοιχεία στον Περιοδικό Πίνακα των Στοιχείων του Mendeleyev.
Το 1903 μοιράστηκε μαζί με το σύζυγό της και με τον Becquerel το Νόμπελ Φυσικής. Τρία χρόνια αργότερα ο Pierre Curie σκοτώθηκε σε δυστύχημα. Με πρωτοβουλία της, ιδρύθηκε το 1909 πρός τιμήν του συζύγου της το Ινστιτούτο Ραδίου στο Παρίσι με αποστολή την έρευνα και τις θεραπευτικές εφαρμογές της ραδιενέργειας το οποίο το 1970 μετεξελίχθηκε στο Institut Curie, ιδιαίτερα γνωστό για την έρευνα και την θεραπεία του καρκίνου.
Η Curie συνέχισε την έρευνά της πάνω στην απομόνωση και στις ιδιότητες των ραδιενεργών στοιχείων και βραβεύτηκε το 1911 με το βραβείο Νόμπελ στην Χημεία. Tο όνομα Curie έχει δοθεί σε μια απο τις μονάδες μέτρησης της έντασης της ραδιενέργειας (Curie, Ci), αλλά και σε στοιχείο του Περιοδικού Πίνακα των Στοιχείων (Curium, Cm).
Στην διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου η Curie πέτυχε την χρηματοδότηση και οργάνωση φορητών και σταθερών μονάδων ακτίνων Χ για την εξέταση των τραυματισμένων στρατιωτών στο πεδίο της μάχης.
Ένα από τα οχήματα που μετέφεραν όργανα ακτίνων Χ στο πολεμικό μέτωπο κατά τον 1ο Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι Γάλλοι τα αποκαλούσαν χαϊδευτικά “petites Curies”.
Η Marie Curie γεννήθηκε το 1867 στην Βαρσοβία ως Maria Sklodowska. Σε ηλικία 24 ετών μετακόμισε στο Παρίσι όπου έζησε και εργάστηκε μέχρι τον θάνατό της το 1934, από μια μορφή αναιμίας, πιθανόν λόγω της μακροχρόνιας έκθεσης της σε ιοντίζουσες ακτινοβολίες. Κατά την διάρκεια της θαυμάσιας και μυθιστορηματικής ζωής της, η Curie αντιμετώπισε και πολλά εμπόδια, κυρίως λόγω του φύλου της. Χαρακτηριστικά, η πρόταση της Γαλλικής Ακαδημίας για το Νόμπελ Φυσικής αφορούσε αρχικά μόνο τον PierreCurie και τον Bequerel, και μόνο μετά από παρεμβάσεις προστέθηκε και το όνομά της. Επίσης, η υποψηφιότητά της για μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας-που απορρίφθηκε- αλλά και η σχέση της με τον φυσικό Paul Langenvin,μερικά χρόνια μετά τον θάνατο του συζύγου της, έγιναν αφορμή ξενοφοβικών και ρατσιστικών επιθέσεων εναντίον της.
Μέρος του Γαλλικού τύπου επιτέθηκε στην Curie για την υποψηφιότητα της για μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας ακόμη και με ρατσιστικές, υποτιθέμενες επιστημονικές αναλύσεις του γραφικού της χαρακτήρα και των φυσιογνωμικών της χαρακτηριστικών.
Η Μαρί Κιουρί υπήρξε μια μοναδική προσωπικότητα που δικαίως τιμήθηκε και τιμάται για το έργο της.
Κείμενο: Μερόπη Σανοπούλου