«Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις,
τούτο προσπάθησε τουλάχιστον
όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις»
Πολλές φορές με έχουν απασχολήσει αυτοί οι στίχοι του Καβάφη, όπως επίσης και η παραβολή των ταλάντων από την Καινή Διαθήκη. Δεν έχω την κατάρτιση να μπω στα χωράφια της θεολογίας ούτε δυστυχώς της φιλοσοφίας. Σαν στιχοπλόκος, όμως, μπορώ να παρατηρήσω λίγο τα καβαφικά λόγια και να κάνω επ’ αυτών μερικές σκέψεις, τις οποίες ο αναγνώστης έχει το ελεύθερο να απορρίψει ως αμπελοφιλοσοφίες.
Ας πούμε, λοιπόν, ότι οι περισσότεροι από μας προσπαθούμε να μην εξευτελίζουμε τη ζωή μας και λίγο πολύ τα καταφέρνουμε –ή έτσι θέλουμε να πιστεύουμε τουλάχιστον. Αν την εξευτελίσαμε στο παρελθόν, όταν ήμασταν νέοι κι άμυαλοι, προσπαθούμε μεγαλώνοντας να επανορθώσουμε, να μη σπαταλάμε τον χρόνο μας σε πράγματα ανούσια και σε παρέες κενές. Εντάξει ώς εδώ. Το πρώτο, όμως, πώς το πετυχαίνουμε; Πώς κάνουμε την ζωή μας όπως τη θέλουμε; Εξαρτάται από μας; Δεν είναι η ζωή μας συνάρτηση του περιγύρου μας, των χρονικών και γεωγραφικών συγκυριών στις οποίες βρισκόμαστε, του χαρακτήρα μας; Ένας που γεννιέται στην Ελλάδα κι ένας που γεννιέται στην Ινδία έχουν τις ίδιες δυνατότητες να κάνουν τη ζωή τους όπως τη θέλουν; Τώρα ξέρω τι θα σκεφτείτε, ότι η Ελλάδα τείνει να γίνει τριτοκοσμική ενώ η Ινδία έχει αρχίσει να προοδεύει, αλλά πέρα από αστεία, οι δυο αυτοί άνθρωποι ξεκινούν τελείως διαφορετικά. Ο περίγυρος, λοιπόν, καθορίζει κατ’αρχήν τις επιθυμίες τους. Αυτός που γεννιέται στην Ελλάδα θα θελήσει να σπουδάσει και να εργαστεί ενώ αυτός που γεννιέται στην Ινδία θα θελήσει πάνω απ’όλα να εξοικονομήσει το καθημερινό του πιάτο με το φαγητό και μετά θα σκεφτεί τα υπόλοιπα.
Ας παρατηρήσουμε καλύτερα τον Έλληνα που τον ξέρουμε κι ας δούμε τι σημαίνει γι’αυτόν μια ζωή όπως τη θέλει. Όλοι έχουμε γνωρίσει ανθρώπους που θέτουν στόχους και τους πετυχαίνουν. Που ακολουθούν πιστά ένα όραμα, ένα ιδανικό και έχουν ακριβώς το αποτέλεσμα που εξ αρχής είχαν επιθυμήσει. Ναι, αλλά υπάρχει ο περίγυρος. Υπάρχουν οι αστάθμητοι παράγοντες. Υπάρχουν οι εξελίξεις. Πώς τα παρακάμπτεις όλ’αυτά για να πετύχεις το στόχο σου; Τα αγνοείς; Και είναι καλό να τ’αγνοήσεις;
Ανέκαθεν πίστευα ότι η τύχη του καθενός είναι ο χαρακτήρας, το «πακέτο» των ιδιοτήτων με το οποίο έχει έρθει στη γη. Κάποια στιγμή ανακάλυψα πως τη σκέψη αυτή, με πολύ σωστότερα και σοφότερα λόγια, είχε εκφράσει πολλούς αιώνες πριν από μένα ένας αρχαίος ημών πρόγονος. Άρα, αν δεχτούμε αυτό το αξίωμα, συμπεραίνουμε ότι υπάρχουν κάποιοι που χάρη στον χαρακτήρα τους μπορούν να κάνουν την ζωή τους όπως τη θέλουν και άλλοι που επειδή το πακέτο είναι λειψό, δεν μπορούν. Αυτοί θα αρκεστούν στο «μην την εξευτελίζεις» απλώς. Κι εδώ θα μου πείτε ότι όλη η ιστορία είναι να ξεπεράσει κανείς τον εαυτό του και τις αδυναμίες του χαρακτήρα του και να υψωθεί πάνω απ’τις συγκυρίες που είναι απαγορευτικές, πάνω απ’τα εμπόδια που είναι ανασταλτικά.
Συνεχίζουμε, συνεπώς, την προσπάθειά μας να κάνουμε την ζωή μας όπως τη θέλουμε.
Και τώρα τίθεται το ερώτημα: πώς τη θέλουμε; Η μεγάλη πλειοψηφία την θέλει με πολλά λεφτά. Δηλαδή άνετη και κατά προτίμηση χωρίς πολλή δουλειά. Τα πολλά λεφτά είναι συνήθως παγίδα και μπορούν να παρασύρουν σε πράξεις όχι πολύ έντιμες. Χωρίς αυτό να είναι κανόνας. Υπάρχουν και άνθρωποι που με σκληρή δουλειά έχουν γίνει εύποροι και απολαμβάνουν ευτυχισμένοι και με ήσυχη συνείδηση τα όσα κατάφεραν. Πώς αλλοιώς τη θέλουμε; Με μια οικογένεια. Με παιδιά, στα οποία θα διδάξουμε όσα μάθαμε εμείς και θα τους μεταδώσουμε ορισμένες αξίες μας. Μερικές φορές θα τα επιβαρύνουμε με δικά μας όνειρα ή απλώς θα μεταθέσουμε στην επόμενη γενιά τους πόθους μας, με την ελπίδα εκείνη να τους κάνει πραγματικότητα. Στην Ελλάδα που γέννησε τα οικογενειακά συμπλέγματα (οιδιπόδειο, Ηλέκτρας κ.λ.π.) πολλές φορές οι πόθοι αυτοί των γονιών μπορούν να γίνουν δυσβάσταχτο βάρος για τα παιδιά και να τους στερήσουν την ελευθερία τους. Αλλά τώρα θα μπω στα χωράφια της ψυχολογίας και δεν κάνει.
Επανέρχομαι στο θέμα του χαρακτήρα από το οποίο δεν μπορώ να ξεφύγω. Ένας χαρακτήρας αισιόδοξος θα φτάσει πιο γρήγορα στον στόχο του και θα μπορέσει να θέσει τον επόμενο.
Επανέρχομαι στο θέμα του Έλληνα από το οποίο επίσης δεν μπορώ να ξεφύγω. Ο ελληνικός περίγυρος, επιρρεπής στην ενασχόληση με τον διπλανό του, σε παρασέρνει προς το αρνητικό και σε αποπροσανατολίζει από τους στόχους σου. Πώς αντιστέκεσαι; Πώς αποφεύγεις αυτούς τους ανθρώπους; Πώς αποτραβιέσαι χωρίς να γίνεις αγενής, χωρίς να χαρακτηριστείς «ψώνιο»; Χρησιμοποιώντας τα κατά συνθήκην ψεύδη, με τα οποία όλοι μαθαίνουμε να ζούμε για να επιβιώσουμε; Ναι, αλλά μέχρι πού φτάνουν άραγε αυτά; Και είναι σωστό να τα περνάμε στις επόμενες γενιές; Πώς θα κρατήσουμε τότε ανέπαφο το «μην την εξευτελίζεις»;
Εδώ θα μου επιτρέψετε να κάνω μια αναφορά στον Τσέχωφ που γράφει σε κάποιο διήγημά του:
«...κανείς απ’ τους δυο τους δεν προσέχει την βαθιά άβυσσο στην οποία μια φαινομενικά αθώα ασχολία όπως το να μιλάς άσχημα για τους γείτονές σου, μπορεί να σε οδηγήσει. Δεν δείχνουν να συνειδητοποιούν πώς μια συνηθισμένη συζήτηση μπορεί σταδιακά να τους οδηγήσει στην ειρωνεία και την γελοιοποίηση, και πώς θα καταδεχτούν και οι δυο να φτάσουν τελικά στην δυσφήμιση και τη λασπολογία». (Μια βαρετή ιστορία)
Γράφει επίσης αλλού, αναφερόμενος σε ένα διαφορετικό θέμα, που κι αυτό, όμως, τελικά το βλέπουμε όλο και πιο συχνά γύρω μας. Είναι η απιστία προς τον σύντροφο, η κοροϊδία προς τον σύντροφο ουσιαστικά, την οποία συγχωρούμε όταν την διαπράττουμε εμείς οι ίδιοι, βρίσκοντας χιλιάδες δικαιολογίες για τον εαυτό μας καθώς δεν μπορούμε να αντιμετωπίσουμε την αλήθεια κατάματα. Εδώ ο Τσέχωφ αναφέρεται σε μια γυναίκα που απατά τον άντρα της:
«Το μόνο που θυμόταν ήταν ότι για ένα ανόητο καπρίτσιο, από απλή κακία, βρέθηκε ολόκληρη καλυμμένη με κάτι βρωμερό και κολλώδες, που δεν θα μπορούσε ποτέ να ξεπλύνει από πάνω της». (Η ακρίδα)
Ξεπερασμένες ηθικολογίες, θα μου πείτε, και ίσως θά’χετε δίκιο. Είμαστε άνθρωποι, φυσικά, και αυτό μας δικαιολογεί πολλές αδυναμίες. Σίγουρα δεν μπορώ να κρίνω κανέναν και δεν θέλω να παίξω αυτό τον ρόλο γιατί απέχω πάρα πολύ από το να είμαι τέλεια. Εξ άλλου ο ποιητής των στίχων που ενέπνευσαν αυτό το κείμενο, είχε ο ίδιος την αίσθηση ότι εξευτελίστηκε, ότι είχε διάγει βίο αμαρτωλό, όπως ξέρουμε. Από την άλλη είχε τόσα ελαφρυντικά από την παιδική του ηλικία και άφησε στην ανθρωπότητα ένα έργο τόσο μεγαλειώδες που δεν έχει καμμιά σημασία τι είχε κάνει στην προσωπική του ζωή. Άσε που αν δεν είχε ζήσει έτσι, μπορεί να μην είχε γράψει ό,τι έγραψε.
Το μόνο συμπέρασμα που θα είχα να βάλω σαν επίλογο σ’αυτό το ακατάστατο κείμενο είναι το εξής: μπορούμε να δώσουμε αξία στη ζωή μας. Όχι κατ’ανάγκην με υψηλούς στόχους. Ίσως δεν είμαστε όλοι σε θέση να ταξιδέψουμε στο διάστημα, να ερμηνεύσουμε τον δίσκο της Φαιστού ή να κάνουμε κάποιο άλλο μεγάλο επίτευγμα. Ίσως δεν έχουμε τις κατάλληλες γνώσεις ή αρκετή φιλοδοξία για κάτι τέτοιο. Μπορούμε να δώσουμε αξία στη ζωή μας προσέχοντας απλώς την καθαριότητά μας, του σώματος, των ρούχων, των σπιτιών, των δρόμων, της ψυχής μας. Όσο μπορούμε, όπως λέει και το ποίημα του Καβάφη. Μπορούμε να της προσθέσουμε αξία σε πείσμα των γύρω μας που εύκολα παρασύρονται από το κουτσομπολιό, το εύκολο χρήμα, την τεμπελιά -την γνωστή αργία που είναι μήτηρ πάσης κακίας. Και όταν λέμε τεμπελιά δεν εννοούμε μόνο στην εργασία αλλά και στην αντιμετώπιση και επίλυση κάθε ψυχολογικού ή άλλου προβλήματός μας. Κάτι άλλο που μπορούμε να κάνουμε για να δώσουμε αξία στον χρόνο μας: μπορούμε να παραγκωνίσουμε κάπως την ανάγκη για προσωπική προβολή, να παραμερίσουμε λίγο τον εγωισμό μας, να αναζητήσουμε περισσότερο τα καλά του ομαδικού πνεύματος, όχι μόνο στη διασκέδαση. Ξέρω ότι ο περίγυρος μας αποθαρρύνει όσο μπορεί κι αυτός. Ξέρω ότι είναι τρομακτικά δύσκολο. Όμως υπάρχει πάντα τρόπος να κάνουμε τη ζωή μας όπως τη θέλουμε. Όσο μπορούμε.
Κείμενο: Λητώ Σεϊζάνη
Η φωτογραφία είναι το σχέδιο που έκανε για ένα ποίημα του Καβάφη, η γλύπτρια Ασπασία Παπαδοπεράκη