Ακόμα και αν αποφάσιζε να μιλήσει, δεν είναι σίγουρο ότι θα σου έλεγε πότε ξεκίνησε να κοιμάται στους δρόμους. Ποιά ήταν η πρώτη φορά που τον πήρε ο ύπνος σε κάποια γωνιά του σιδηροδρομικού σταθμού χωρίς κουβέρτα, χωρίς χοντρά ρούχα, χωρίς τίποτα.
Αλλά δεν μιλάει. Παίζει μόνο τη φλογέρα του, όλη μέρα κι όλη νύχτα. Άραγε κοιμάται ποτέ; Είναι πάντα όρθιος, στητός, νέος σχετικά. Κάτω απ'τα άγρια γένια του, τα μακριά μαλλιά του, δεν μπορείς να διακρίνεις τα χαρακτηριστικά του αλλά η εντύπωση που σου αφήνει είναι μιας γλυκειάς φυσιογνωμίας. Δεν πλησιάζει τους ανθρώπους, ίσως γι'αυτό του επιτρέπουν να κάθεται σ'εκείνο το σημείο του εμπορικού κέντρου. Δεν ενοχλεί τους περαστικούς. Έχει στήσει σ'έναν τοίχο τα μπογαλάκια του, μια σειρά από σακκούλες γεμάτες κουβέρτες, ρούχα και τρόφιμα, και στον απέναντι τοίχο στέκεται ο ίδιος με τη φλογέρα του που δεν βγάζει καμμιά ιδιαίτερη μελωδία αλλά αντηχεί διαρκώς και κάνει αντίλαλο μέσα στον κλειστό χώρο. Δεν είναι, πάντως, παράτονοι οι σκοποί που παίζει. Μοιάζουν περισσότερο, βέβαια, με τις προσπάθειες ενός παιδιού που μόλις ξεκίνησε να μαθαίνει μουσική και νομίζει ότι φυσώντας απλώς βγάζει κανένα αριστούργημα.
Οι άνθρωποι που περνάνε από μπροστά του, πηγαίνοντας στο σούπερ μάρκετ ή στα καταστήματα, ή στους επάνω ορόφους όπου είναι διάφορα ιατρεία, τον κοιτάζουν κάπως έκπληκτοι. Αν είναι τακτικοί επισκέπτες, τον ξέρουν πια και δεν του δίνουν σημασία. Ποιός ξέρει από πού ήρθε αυτός ο παράξενος μουσικός; Είναι ντόπιος, είναι ξένος; Όπως και νά'χει, δείχνει απ'τη ζωή του ευχαριστημένος. Τις νύχτες μες στην απόλυτη σιωπή ακούγεται η φλογέρα του, ήχος σουρρεαλιστικός στη μεγάλη πόλη.
Τα πρωινά υψώνεται απέναντι άλλο ένα μεγαθήριο. Εμπορικό κέντρο θα γίνει κι αυτό ή ίσως πολυτελή διαμερίσματα, όπως συνηθίζουν να γράφουν στην ταμπέλα που ανακοινώνει την ανέγερση. Πολλοί εργάτες, πολλά μηχανήματα, πολλή φασαρία. Η μπετονιέρα κάνει έναν ήχο εκνευριστικό, οι σιδερόβεργες, τα τσιμέντα, σφυριά, καρφιά, κομπρεσέρ, γερανοί, μαζί με τα αυτοκίνητα που περνάνε απ'τον μεγάλο δρόμο, πανδαιμόνιο. Κάποιος απ'αυτούς τους επαναλαμβανόμενους ήχους σου δίνει την εντύπωση αγριεμένου κύματος που σκάει στα βράχια. Δεν έχει, όμως, θάλασσα εδώ κοντά. Συνειδητοποιείς ότι το μυαλό σου πλάθει ιστορίες. Μέσα σ'όλους αυτούς τους ήχους της προόδου που σου γδέρνουν τ'αυτιά, κάποια στιγμή ακούγεται η φλογέρα. Και νομίζεις για λίγο ότι είσαι σε κάποια βουνοκορφή, όπου ένας βοσκός σαλαγάει τα πρόβατά του. Δεν έχει, όμως, βουνά εδώ κοντά. Μπερδεύεσαι και πιστεύεις πως έχεις αρχίσει νά'χεις παραισθήσεις.
Αν ρωτήσεις τον άνθρωπο με τη φλογέρα γιατί διάλεξε αυτή τη ζωή, δεν είναι σίγουρο ότι θα σου απαντήσει. Είναι ένας περιθωριακός, ένας τρελός, πρώην ναρκομανής, αλκοολικός, ψυχοπαθής, ποιός ξέρει; Τον έδιωξε χωρίς να το συνειδητοποιήσει κάποια εγωκεντρική, φλύαρη μάνα που τον καταδυνάστευε με τις απαιτήσεις της; Μήπως γι'αυτό δεν μιλάει καθόλου ο ίδιος; Πίσω απ'την ιστορία του μήπως βρίσκεται κανένας σκληρόκαρδος πατέρας που του ζητούσε να γίνει σπουδαίος κι επιτυχημένος; Ποιός ξέρει αυτή η σύνδεσή του με τη μουσική τι να κρύβει. Προσωπικές φιλοδοξίες ίσως, αλλοτινές, παιδικές. Νά'χε επιθυμήσει κάποτε να γίνει μεγάλος σολίστας και να τον αποπήραν οι δάσκαλοι λέγοντάς του ότι δεν έχει ταλέντο;
Ακόμα και αν αποφάσιζε να μιλήσει, δεν είναι σίγουρο ότι θα σου έλεγε το μυστικό του.
Κείμενο: Λητώ Σεϊζάνη