«Στην Ιδιαίτερη Πατρίδα μου, τα Πατήσια». Διαβάζοντας τον τίτλο, μου γεννήθηκε αμέσως η επιθυμία όχι απλώς να διαβάσω, αλλά να κάνω βουτιά μέσα στις σελίδες του βιβλίου, γιατί αισθάνθηκα τη συγγραφέα λίγο-πολύ σαν συμπατριώτισσα, ή μάλλον σαν κοντοχωριανή, αφού πέρασα ένα μεγάλο μέρος της παιδικής ηλικίας και της νιότης μου στο διπλανό «χωριό», την Κυψέλη, και οι αποστάσεις μού επέτρεπαν να ξέρω απ’ έξω κι ανακατωτά όλη την Πατησίων, από το ξεκίνημά της στην Ομόνοια μέχρι τα Κάτω Πατήσια.
Ενώ, όμως, εγώ παρακολούθησα την εξέλιξη της περιοχής από τα τέλη της δεκαετίας του ’60 ως τις αρχές του ’80, η Ρίκα Σεϊζάνη με ταξίδεψε στα Πατήσια μιας άλλης εποχής – τότε που υπήρχαν χαμηλά σπίτια με καταπράσινους κήπους, βαυαρικές βίλλες και μεγαλοπρεπή αρχοντικά με φοίνικες («απαραίτητο σύμβολο αρχοντιάς»), τότε που τα ραδιόφωνα ήταν τα μόνα μέσα ενημέρωσης στο σπίτι και η μουσική από τα πιάνα αντηχούσε σ’ όλη τη γειτονιά πολλές φορές συνοδευόμενη από φωνές που έκαναν τα τζάμια να τρίζουν, τότε που ηθοποιοί όπως ο Λογοθετίδης και οι Μυράτ έμεναν πίσω από τον Άγιο Ελευθέριο και που οι γιαγιάδες εκπροσωπούσαν την ψυχή της οικογένειας, όπως συνέβαινε και στο σπίτι της συγγραφέως που αναρωτιέται: «Τι είναι αλήθεια αυτός ο αόρατος δεσμός που μας δένει με γιαγιάδες και παππούδες σαν ένα ουράνιο τόξο που ενώνει τη μια άκρη του ορίζοντα με την άλλη, περνώντας πάνω από την ενδιάμεση γενεά των γονιών μας;»
Το βιβλίο είναι σπονδυλωτό, με μικρά κεφάλαια-ενσταντανέ, σαν ζωντανές φωτογραφίες, από την Κατοχή (το συσσίτιο, την παράδοση των όπλων, τους βομβαρδισμούς), από την Απελευθέρωση («…εκείνη την ημέρα οι Αθηναίοι… πήγαν στο κέντρο για να γιορτάσουν μαζί, άγνωστοι με αγνώστους, όλοι όσοι πέρασαν τον ίδιο εφιάλτη και κατάφεραν να βγουν ζωντανοί») και από τον Εμφύλιο (τότε που το σπίτι των φίλων στα παιχνίδια είχε μετατραπεί σε στρατηγείο του ΕΛΑΣ)– εικόνες όπως αποτυπώθηκαν στο μυαλό ενός μικρού κοριτσιού που ρουφούσε σαν σφουγγάρι τόσο τα πολυτάραχα ιστορικά γεγονότα όσο και μια πολυτάραχη καθημερινότητα. Κι ύστερα, έχουμε εικόνες από το πέρασμα στην εποχή της Αντιπαροχής που μεταμόρφωσε το τοπίο, αφήνοντας στη θέση τους, σαν σημεία αναφοράς, μόνο τις εκκλησίες, που κι αυτές όμως «εκσυγχρονίστηκαν» αναλόγως. Και μαζί με τις πολυκατοικίες ήρθαν και τα σινεμά – Αελλώ, Ελληνίς, Άττικα, Ράδιο Σίτυ …– που έκαναν τους κινηματογραφόφιλους Πατησιώτες περήφανους.
Ένα ταξίδι, λοιπόν, στον χρόνο. Το βιβλίο είναι γραμμένο με εκπληκτική ευαισθησία. Η νοσταλγική ατμόσφαιρα είναι διάχυτη από την πρώτη σελίδα ως την τελευταία. Η Ρίκα Σεϊζάνη έχει μεταχειριστεί το υλικό της μνήμης της σαν μικρό θησαυρό, με αγάπη και τρυφερότητα. Ανάμεσα στις γραμμές, ωστόσο, διέκρινα και ένα πολύ λεπτό χιούμορ. Το μειδίαμα και η συγκίνηση εναλλάσσονται αβίαστα, με τον πιο φυσικό τρόπο. Όλα αυτά με έκαναν να θέλω να διαβάσω μερικά αποσπάσματα του βιβλίου στον πατέρα μου (που είχε κι εκείνος ζήσει τα ίδια γεγονότα από μια άλλη γειτονιά) και να το προτείνω στα παιδιά μου. Έτσι… για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νεώτεροι … Και μετά από αυτό το πέρασμα από τη μία γενιά στην άλλη, το βιβλίο θα τακτοποιηθεί στο ράφι της βιβλιοθήκης με τα πολύ αγαπημένα μου αναγνώσματα.
Κείμενο: Όλγα Λαζοπούλου
Πρώτη δημοσίευση: peopleandideas 2010