Η ξεχωριστή γοητεία της αρχαίας Ποσειδωνίας έγκειται σε έναν μοναδικά εικονογραφημένο τάφο και σε ένα ποίημα του Κ.Π. Καβάφη για τον εκβαρβαρισμό των Ελλήνων αποίκων της.
Η αρχαία πόλη Ποσειδωνία στην περιοχή της σημερινής Καμπανίας στην Κάτω Ιταλία, ιδρύθηκε περί τον 7ο π.χ. ως αποικία της Σύβαρης, η οποία με τη σειρά της ήταν αποικία Αχαιών. Μέτοχος αρχικά του αρχαίου Ελληνικού κόσμου, κατελήφθη τον 5ο π.χ. αιώνα από τους γηγενείς Λουκανούς, αργότερα από τους Ρωμαίους και μετονομάσθηκε σε Paestum. Ανάμεσα στα εντυπωσιακά αρχαιολογικά ευρήματα της περιοχής είναι τρεις Δωρικοί ναοί. Φτιαγμένοι από κιτρινωπό πορόλιθο, υψώνονται από την πενιχρή και εφήμερη βλάστηση, με φόντο το εκτυφλωτικό μπλε του Μεσογειακού ουρανού και το σκούρο πράσινο λίγων κυπαρισσιών. Το λιτό κάλλος του αρχαίου Ελληνικού κόσμου. Ωστόσο, η ξεχωριστή γοητεία της Ποσειδωνίας και της ιστορίας της, έγκειται σε έναν εικονογραφημένο τάφο, μοναδικό στο είδος του, και σε ένα ποίημα του Κ.Π. Καβάφη για τον εκβαρβαρισμό των Ελλήνων αποίκων.
«Ποσειδωνιάται»
Σε μια απο τις ελάχιστες γραπτές πηγές για την ελληνική περίοδο της Ποσειδωνίας , ο Αθήναιος (τέλη 2 μ.χ. αιώνα) , συγγραφέας του πολύτομου και μερικώς διασωθέντος έργου «Δειπνοσοφισταί», αναφέρεται σε μια ετήσια ελληνική γιορτή που εξακολουθούν να διοργανώνουν οι εκβαρβαρισθέντες πλέον κάτοικοι της Ποσειδωνίας όπου αναθυμούνται με θλίψη το ελληνικό τους παρελθόν, και ύστερα «απολοφυράμενοι προς αλλήλους και δακρύσαντες απέρχονται». Το απόσπασμα αυτό μετουσίωσε σε ποίημα με τίτλο «Ποσειδωνιάται» ο Κ. Π. Καβάφης. Χωρίς να προσθέσει πολλά, εκτός ίσως από δυο στίχους για το τελετουργικό της ελληνικής γιορτής, εστιάζει στην θλίψη και τον ξεπεσμό που αισθάνονται οι κάτοικοι για την απώλεια της ελληνικής γλώσσας και της ελληνικής ταυτότητας τους. Ψηφιακό αντίγραφο του καλλίγραφου χειρόγραφου του ποιητή, στο οποίο προηγείται του ποιήματος το απόσπασμα του Αθήναιου, μπορεί να δεί κανείς στην ιστοσελίδα του ψηφιακής συλλογής του αρχείου Καβάφη του ιδρύματος Ωνάση.
Ποσειδωνιάται
Την γλώσσα την ελληνική οι Ποσειδωνιάται
εξέχασαν τόσους αιώνας ανακατευμένοι
με Τυρρηνούς, και με Λατίνους, κι άλλους ξένους.
Το μόνο που τους έμενε προγονικό
ήταν μια ελληνική γιορτή, με τελετές ωραίες,
με λύρες και με αυλούς, με αγώνας και στεφάνους.
Κ’ είχαν συνήθειο προς το τέλος της γιορτής
τα παλαιά τους έθιμα να διηγούνται,
και τα ελληνικά ονόματα να ξαναλένε,
που μόλις πια τα καταλάμβαναν ολίγοι.
Και πάντα μελαγχολικά τελείων’ η γιορτή τους.
Γιατί θυμούνταν που κι αυτοί ήσαν Έλληνες —
Ιταλιώται έναν καιρό κι αυτοί•
και τώρα πώς εξέπεσαν, πώς έγιναν,
να ζουν και να ομιλούν βαρβαρικά
βγαλμένοι — ω συμφορά! — απ’ τον Ελληνισμό.
(από την συλλογή « Κρυμμένα Ποιήματα 1877-1923» εκδόσεις Ίκαρος 1993)
Ο Τάφος του Δύτη (La tomba del tuffatore)
Ανάμεσα στους εκατοντάδες τάφους που ανακαλύφθηκαν στην περιοχή του Paestum, ένας ξεχωρίζει για το θέμα της εικονογράφησης του. Ανακαλύφθηκε μόλις το 1968, και έκτοτε προκάλεσε πολλές συζητήσεις ανάμεσα στους ειδικούς . Χρονολογείται περίπου στο 470 π.χ., δηλαδή στην ελληνική περίοδο της περιοχής και είναι ένας λαξευτός ορθογώνιος τάφος. Τέσσερεις πλάκες έχουν επικολληθεί στις πλευρικές επιφάνειες και μια πέμπτη αποτελεί την οροφή του. Και οι πέντε επιφάνειες έχουν εικονογραφηθεί με την τεχνική του fresco: αρχικά επιστρώθηκαν με ένα στρώμα κονιάματος (σοβά), στο οποίο ενόσω ήταν ακόμη νωπό, σχεδιάστηκαν με αιχμηρό αντικείμενο τα βασικά σχέδια και εν συνεχεία χρωματίστηκαν, πιθανότατα από δύο διαφορετικούς τεχνίτες ταυτόχρονα.
Στις τέσσερεις πλευρικές επιφάνειες απεικονίζονται σκηνές ενός ελληνικού συμποσίου, παρόμοιες με αυτές των Αττικών αγγείων. Στις επιμήκεις πλευρές οι συνδαιτημόνες , σε ανάκλιντρα, συζητούν, πίνουν, τραγουδούν , παίζουν «κότταβο» (ένα παιχνίδι στόχευσης όπου η βολή γινόταν με κρασί!), ερωτοτροπούν. Στις άλλες δύο πλευρές μια πομπή της οποίας ηγείται μια αυλητρίδα , ένας οινοχόος δίπλα στον κρατήρα του οίνου. Σκηνές ευωχίας και συντροφικότητας .
Η εικόνα της οροφής του τάφου είναι πολύ διαφορετική. Απεικονίζει έναν νεαρό άνδρα που καταδύεται από έναν τοίχο στο νερό, όμως είναι προφανές ότι δεν πρόκειται για μια ακόμη ανθρώπινη δραστηριότητα. Είναι σοβαρός, ήρεμος, απόλυτα προσηλωμένος στην πράξη του. Η ανησυχητική γοητεία της εικόνας προέρχεται από την απόλυτη μοναχικότητα του άνδρα μέσα σε μια απόκοσμη σιωπή που αισθάνεσαι ότι τον περιβάλλει. Η ιδιαιτερότητα της κατάστασής του τονίζεται με την αντιπαραβολή των πλευρικών εικόνων του τάφου, που καταλαμβάνονται από παρέες ανθρώπων και τα αντικείμενα που κατασκευάζουν και χρησιμοποιούν κατά την διάρκεια της ζωής τους. Η λεπτή φιγούρα του δύτη φαντάζει μικροσκοπική στο μέσον ενός σιωπηλού φυσικού κόσμου, απαλλαγμένου από ανθρώπινες δραστηριότητες. Που καταδύεται ο άνδρας; Πιθανόν, λένε ειδικοί, στέκεται στην άκρη του κατοικημένου κόσμου, στις Ηράκλειες στήλες και καταδύεται στον Ωκεανό. Μεταβαίνει από την ζωή στον θάνατο.
Για τους αρχαιολόγους και τους ιστορικούς, η μοναδικότητα του συγκεκριμένου τάφου οφείλεται στην μίξη στοιχείων της ελληνικής πολιτισμικής παράδοσης με στοιχεία των τοπικών πολιτισμών της περιοχής. Το θέμα του συμποσίου είναι σύνηθες στα αττικά αγγεία. Ωστόσο οι ελληνικοί τάφοι δεν ήταν εικονογραφημένοι, σε αντίθεση με τους ετρουσκικούς.
Όμως, ο μη ειδικός επισκέπτης του μουσείου του Paestum που αντικρίζει την εικονογράφηση του τάφου, μαγνητίζεται από την μοναχική φιγούρα του δύτη που την τελευταία ώρα στέκει απογυμνωμένος από όλα τα επίγεια. Και σε συνδυασμό με τις εικόνες του συμποσίου, ο επισκέπτης ίσως παρακινείται να εκτιμήσει όλες εκείνες τις κοινωνικές δραστηριότητες που δίνουν νόημα και χαρά στην διάρκεια της ζωής μας.
Κείμενο : Μερόπη Σανοπούλου