Μια ωραία μέρα που περιδιάβαινα σε κάποια κεντρική συνοικία του Βερολίνου, συνάντησα αυτό το άγαλμα που μου έκανε εντύπωση γιατί μου φάνηκε εκτός τόπου. Τι δουλειά είχε εδώ αυτός ο Γάλλος βασιλιάς που η πινακίδα στο βάθρο του τον αποκαλούσε μάλιστα και άγιο;
Η Ειρήνη με τον μικρό Πλούτο στην αγκαλιά, είναι ένα αντίγραφο αγάλματος του γλύπτη Theodor Kötschau (1868-1949) μέσα σε ένα πάρκο στην πόλη Κάσσελ της Γερμανίας.
Το διασημότερο έργο του Κλιμτ που κατηγορήθηκε από τη μετά – βικτωριανή εποχή του 1900 ως «πορνογραφικό», ακόμα και αν παρουσίαζε τους δύο εραστές ντυμένους με μανδύες! Όμως, ποτέ άλλοτε ο παθιασμένος εναγκαλισμός ενός ζευγαριού δεν αποδόθηκε τόσο τρυφερά, τόσο δυναμικά, τόσο όμορφα.
«’Ενας τίμιος και ειλικρινής καλλιτέχνης απέθανε, σχεδόν υπό εχεμύθειαν, όπως επέρασε και την ταλαιπωρημένην του ζωήν» έγραφε ο Παύλος Νιρβάνας, επ’αφορμή του θανάτου του ζωγράφου το 1913.
Το όνομά της δεν είχε τύχει να το ακούσω πριν βρεθώ στη Γερμανία αλλά εκεί είναι πολύ διάσημο και έχει δοθεί σε πολλούς δρόμους και σχολεία. Η Käthe Kollwitz (1867-1945) υπήρξε γλύπτρια και ζωγράφος με σπουδαίο έργο και τραγική ζωή.
Στο παρεκκλήσι Sansevero στη Νάπολι της Ιταλίας υπάρχει ένα γνωστό γλυπτό του Χριστού φτιαγμένο από τον Giuseppe Sanmartino, έναν γλύπτη της εποχής του ροκοκό. Στον ίδιο χώρο ένα άλλο άγαλμα τραβάει την προσοχή του θεατή.
Αισθητική και τρόμος αλά Ιταλικά και μια femme fatale που άφησε εποχή, τουλάχιστον στους λάτρεις των ταινιών giallo!
Γεννημένη στο Βερολίνο το 1908 έγινε διάσημη τόσο σαν φωτογράφος προσωπικοτήτων από τον χώρο της Τέχνης και των Γραμμάτων κυρίως, όσο και σαν φωτορεπόρτερ στην Γαλλία και σε πάνω από 80 χώρες στο διάστημα της μακρόχρονης καριέρας της. Υπήρξε πρωτοπόρος στην φωτογραφία τεκμηρίωσης.
Ένας κοινωνικά απαγορευμένος έρωτας στην Αμερική των 60’ς. Από τις πρώτες ταινίες που μίλησαν για την πάλη ανάμεσα στο ρατσισμό και την αγάπη. Μια ταινία που λατρεύτηκε από το κοινό της εποχής.
Γράφει κάπου ο Σόμερσετ Μωμ (W.Somerset Maugham): «Υπάρχει στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης ένας πίνακας του Ολλανδού ζωγράφου Μόντριαν που αποτελείται από μερικές μαύρες γραμμές και από μια κόκκινη που διαιρεί το άσπρο φόντο σε παραλληλόγραμμα και σε τετράγωνα. Για κάποιο λόγο που δεν έχω καταφέρει ν’ανακαλύψω, άπαξ και τον δεις, δεν μπορείς να τον ξεχάσεις. Κάτι σε στοιχειώνει με παράξενο τρόπο. Δεν έχει κανένα νόημα και γιατί σε ενοχλεί έτσι και ταυτόχρονα σου δίνει ικανοποίηση, δεν το ξέρεις. Είναι λες και θα μπορούσες να πάρεις κι εσύ έναν χάρακα, ένα σωληνάριο με μαύρη μπογιά κι ένα άλλο με κόκκινη, και να το ζωγραφίσεις. Προσπάθησε».