Από τα πάμπολλα μπαρόκ παλάτια που υπάρχουν σήμερα στην Γερμανία και έχουν μετατραπεί τα περισσότερα σε μουσεία, ελάχιστα είναι αυθεντικά.
Τα περισσότερα ισοπεδώθηκαν από τους βομβαρδισμούς των συμμάχων στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Χἀρη στις λεγόμενες «γυναίκες των ερειπίων» που με υπομονή συγκέντρωσαν σε στοίβες τις πέτρες από κάθε κτίσμα, ξαναχτίστηκαν πολλά απ’αυτά και πήραν το αρχικό τους σχήμα. Φυσικά το περιεχόμενό τους καταστράφηκε, τα έργα τέχνης, πίνακες, γλυπτά, χαλιά και ό,τι άλλο περιείχαν χάθηκε.
Από τα λιγοστά ανάκτορα που δεν γκρεμίστηκαν ή δεν κάηκαν, είναι εκείνο του Ράσταττ στην Βάδη-Βυρτεμβέργη, κοντά στην Καρλσρούη. Ξεκίνησε να χτίζεται γύρω στα 1700 σαν κυνηγετικό περίπτερο του Μαργράβου Λουδοβίκου Γουλιέλμου του Μπάντεν Μπάντεν αλλά σύντομα εξελίχθηκε σε κύρια κατοικία του κατά τα πρότυπα των Βερσαλλιών. Ο αρχιτέκτονας που το σχεδίασε ήταν ο Ιταλός Ντομένικο Ετζίντιο Ρόσσι. Το 1707 το παλάτι πέρασε στα χέρια της συζύγου του Μαργράβου μετά τον θάνατό του. Η χήρα Σίβυλλα Αουγκούστα κυβέρνησε είκοσι χρόνια στην περιοχή και θέλησε να τιμήσει τον σύζυγό της, τον επονομαζόμενο Τουρκολουδοβίκο, αφιερώνοντάς του μια αίθουσα στο παλάτι όπου απεικονίζονται όλες του οι νίκες κατά των Οθωμανών που απειλούσαν εκείνη την εποχή την Ευρώπη. Ανίκητος σε 57 μάχες και πολιορκίες, τραυματίστηκε τελικά από κάποιους άλλους εχθρούς, τους Γάλλους και δεν πρόλαβε να χαρεί το παλάτι του Ράσταττ. Σήμερα το χαίρονται οι τουρίστες που το επισκέπτονται και θαυμάζουν τα αγάλματα, τους πίνακες, τους πολυελαίους και τις μεγαλοπρεπείς του σκάλες.