Είναι δύσκολο να ασχοληθείς, έστω και επιφανειακά, με το θέμα της γλυπτικής και να μην συναντήσεις κάποια στιγμή μπροστά σου τα έργα του Canova.
Ακολουθώντας τις προσταγές της κλασσικής αρχαιοελληνικής τέχνης, ο Ιταλός καλλιτέχνης με το ταλέντο, την έμπνευση και την εργατικότητά του έφτασε στα τέλη του 18ου αιώνα και αρχές του 19ου να δημιουργεί αριστουργήματα αντάξια των μεγάλων έργων της Αναγέννησης. Ο χαρακτηρισμός «νέος Φειδίας» στην περίπτωσή του δεν είναι υπερβολικός καθώς οι μορφές του, με την κίνησή τους, το βλέμμα τους, τις κομμώσεις και τα ρούχα τους, αγγίζουν την τελειότητα.
Ο πατέρας του πέθανε όταν ήταν μικρός και τον ανέλαβε ο παππούς του, ο οποίος υπήρξε σκληρός άνθρωπος. Όντας ο ίδιος λιθοξόος, τον έστρεψε προς αυτή την τέχνη. Για καλή του τύχη τον ανακάλυψε ο γλύπτης Giovanni Falier, (της οικογενείας των Φαλιέρων της Βενετίας με γνωστότερο μέλος τον Δόγη Μαρίνο Φαλιέρο), και τον πήρε υπό την προστασία του. Τα χρόνια της μαθητείας του τα πέρασε στη Βενετία όπου σημείωσε και τις πρώτες του επιτυχίες. Το όνειρό του, όμως, ήταν να πάει στη Ρώμη. Στην πόλη αυτή είχε την ευκαιρία να μελετήσει τα αριστουργήματα των μουσείων του Βατικανού και να έρθει σε επαφή με Ιταλούς και ξένους καλλιτέχνες. Ο Canova υπήρξε απίστευτα επιτυχημένος στην διάρκεια της ζωής του και το εργαστήριό του δεχόταν παραγγελίες απ’όλο τον κόσμο. Βασιλείς, αυτοκράτορες, ο Πάπας, ακόμα και πολιτικοί των ΗΠΑ τον πλήρωναν αδρά για να δημιουργεί τα νεοκλασσικά του έργα. Από τα πιο γνωστά του «Έρως και ψυχή», «Παολίνα Μποργκέζε», «Venere italica», «Οι τρεις χάριτες» και άλλα πολλά.
Ο διάσημος γλύπτης πέθανε το 1822 στη Βενετία.
Υπάρχει μέχρι σήμερα στη Ρώμη το ατελιέ του που το είχε ανοίξει στο ζενίθ της καριέρας του μαζί με τον μαθητή του Adamo Tadolini στο κέντρο της πόλης. Εκεί μπορεί να δει κανείς προπλάσματα, σχέδια και γλυπτά -έργα τέχνης που η οικογένεια Tadolini διαφύλαξε μέσα στους αιώνες. Σ’αυτές τις αίθουσες, μέσα σ’αυτή την ατμόσφαιρα, δίπλα στις πολύτιμες προτομές και τα σκίτσα μελέτης της ανατομίας, λειτουργεί σήμερα και ένα εστιατόριο.
Κείμενο: Λητώ Σεϊζάνη