«Η λοκαντιέρα» του Κάρλο Γκολντόνι είναι το πιο γνωστό και αγαπητό από τα θεατρικά του έργα. Πρόκειται για μια κωμωδία σε τρεις πράξεις γραμμένη στο πρώτο μισό του Δεκεμβρίου 1752. Το έργο παρακολουθεί τα έργα και τις ημέρες της Μιραντολίνας, μιας πανέξυπνης λοκαντιέρας, ιδιοκτήτριας δηλαδή μιας λοκάντας, ενός πανδοχείου, στην Φλωρεντία.
Ανάμεσα στους μόνιμους πελάτες της, αρκετοί είναι εκείνοι που την φλερτάρουν και θέλουν να την παντρευτούν διότι εκτός από πανέξυπνη, η Μιραντολίνα είναι και πολύ όμορφη. Μεταξύ των «μνηστήρων», ο ξεπεσμένος αριστοκράτης Μαρκήσιος Φορλιπόπολι που έχει πουλήσει τον τίτλο του έναντι χρημάτων (η ηρωίδα τον ονομάζει ειρωνικά Μαρκήσιο Σπαγγοραμένο) και ο Κόμης Αλμπαφιορίτα, νεόπλουτος που έχει αγοράσει τον τίτλο του έναντι χρημάτων. Αυτός ξοδεύει χωρίς να λογαριάζει τίποτα προκειμένου να κερδίσει την αγάπη της Λοκαντιέρας.
Κάποια στιγμή θα κάνει την εμφάνισή του ο Ιππότης ντι Ριπαφράττα (ο ρόλος αυτός βασίζεται σε πραγματικό πρόσωπο), ένας ακόμα εργένης που όμως είναι μισογύνης και δεν θέλει ποτέ να υποκύψει σε μια γυναίκα ούτε φυσικά να παντρευτεί. Οι δηλώσεις του και η συμπεριφορά του τραβούν το ενδιαφέρον της Μιραντολίνας που αγαπάει τις προκλήσεις και αποφασίζει να τον κάνει να την ερωτευθεί. Στον μονόλογο που ακολουθεί, η δυναμική πρωταγωνίστρια, χωρίς να γνωρίζει ακόμα τίποτα για το φεμινιστικό κίνημα, μιλώντας προς τον εαυτό της, δηλώνει τις προθέσεις της:
«Ωχ, τι είπε! Ο υψηλότατος κύριος μαρκήσιος Σπαγγοραμένος θα ήθελε να με παντρευτεί; Όμως αν θέλει να με παντρευτεί, υπάρχει μια μικρή δυσκολία. Εγώ δεν τον θέλω. Εμένα μ’αρέσει το ψητό αλλά τα φούμαρα δεν ξέρω τι να τα κάνω. Αν είχα παντρευτεί όλους εκείνους που μου λέγανε ότι με θέλανε, θα είχα πολλούς συζύγους! Όσοι έρχονται σ’αυτή τη λοκάντα, όλοι με ερωτεύονται, όλοι μου κάνουν τους ερωτοχτυπημένους. Και πάρα πολλοί μου κάνουν πρόταση γάμου πράγματι. Αλλά αυτός ο κύριος ιππότης, αγροίκος σαν αρκούδα, μου φέρεται τόσο απότομα; Είναι ο πρώτος ξένος που έρχεται στη λοκάντα μου και δεν έχει διάθεση να κάνει παρέα μαζί μου. Δεν λέω ότι όλοι αμέσως πρέπει να με ερωτευθούν. Αλλά να με περιφρονεί έτσι; Είναι κάτι που με εξοργίζει. Είναι εχθρός του γυναικείου φύλου; Δεν αντέχει να βλέπει τις γυναίκες; Ο κακομοίρης ο τρελός! Δεν έχει βρει ακόμα μία να τον στρώσει. Αλλά θα την βρει. Θα την βρει. Ποιος ξέρει, ίσως να την έχει ήδη βρει. Αυτός πραγματικά με ιντριγκάρει. Όσοι τρέχουν από πίσω μου, πολύ σύντομα με κάνουν να βαριέμαι. Η αριστοκρατία δεν είναι για μένα. Τα πλούτη τα εκτιμώ και δεν τα εκτιμώ. Το μόνο που με ευχαριστεί είναι να με φλερτάρουν, να με επιθυμούν, να με λατρεύουν. Αυτό είναι το αδύνατο σημείο μου και αυτό είναι το αδύνατο σημείο όλων των γυναικών. Τον γάμο δεν τον σκέφτομαι κάν. Δεν έχω ανάγκη κανέναν. Ζω τίμια και απολαμβάνω την ελευθερία μου. Με όλους κάνω παρέα αλλά δεν ερωτεύομαι κανέναν ποτέ. Θέλω να κοροϊδεύω αυτούς τους υπερβολικούς εραστές που γίνονται γελοίες καρικατούρες. Και θέλω να χρησιμοποιήσω όλη μου την τέχνη για να κατακτήσω, να νικήσω και να διαλύσω τις βάρβαρες και σκληρές καρδιές που είναι εχθρικές προς εμάς, διότι εμείς είμαστε το καλύτερο είδος που δημιούργησε η ωραία μητέρα φύση σ’αυτόν τον κόσμο.»
Την συνέχεια μπορούμε να την φανταστούμε.
Όπως όλα τα έργα του Γκολντόνι, έτσι και η Λοκαντιέρα σατιρίζει με ελαφρύ τρόπο τα ήθη και τα έθιμα της κοινωνίας του 18ου αιώνα και καταφέρνει ακόμα και σήμερα να μας κάνει να γελάμε με αυτή την σάτιρα, την οποία παρακολουθούμε πάντα με ενδιαφέρον. Γιατί μέσα από την ελαφρότητα και τα γέλια αναδύονται οι σκέψεις και τα συμπεράσματα στα οποία μας οδηγεί ο συγγραφέας με το αστείρευτο ταλέντο του.
Κείμενο: Λητώ Σεϊζάνη
Πηγή Φωτογραφίας: https://www.mentelocale.it/torino/43576-la-locandiera-la-pi-bella-commedia-di-carlo-goldoni-nell-edizione-cult-di-torino-spettacoli.htm