Μια άναρχη, αντιμιλιταριστική, cult ταινία του 1966, παρεξηγημένη στην εποχή της, τυλιγμένη στην ονειρική ατμόσφαιρα παιδικού παραμυθιού, commedia dell' arte και στο φανταχτερό θέαμα περιπλανώμενου τσίρκου.
Ο συγκεκριμένος «Βασιλιάς της Καρδιάς» αφορά μια παλιά γαλλική ταινία γυρισμένη το 1966, από τον καλό σκηνοθέτη Philippe de Broca, που έγινε γνωστός από τις περιπετειώδεις ταινίες που γύρισε με πρωταγωνιστή τον Μπελμοντό. "Le Roi de Coeur" ο γαλλικός τίτλος αυτής της παρεξηγημένης - στην εποχή της - ταινίας συνάντησε τη χλιαρή υποδοχή του κοινού προς μεγάλη απογοήτευση του σκηνοθέτη που είχε πιστέψει πολύ στο δημιούργημά του. Κι όμως, μεταγενέστερα η ταινία έκανε δεύτερη καριέρα στις κινηματογραφικές λέσχες και πλέον οι σινεφίλ την θεωρούν cult.
Μια ταινία μπροστά από την εποχή της; Ενδεχομένως, εδώ όμως δεν έχουμε να κάνουμε με μια μελλοντική εικόνα της κοινωνίας μας, αλλά με μια ανατρεπτική ανάγνωση του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και των δεινών των πολέμων γενικότερα. Μην ξεχνάμε ότι το 1966 ο απόηχος των φοβερών απωλειών του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου είναι ακόμη σχετικά πρόσφατος, 48 χρόνια χωρίζουν την ταινία από το τέλος του «πιο αιματηρού πολέμου». Κάποιοι από τους ηθοποιούς πιθανά θα είχαν πολεμήσει κατά τη διάρκειά του ή θα τον είχαν βιώσει ως παιδιά.
Η ταινία μας μεταφέρει στο 1918 στην βόρειο Γαλλία, οι σύμμαχοι προελαύνουν και οι ηττημένοι Γερμανοί υποχωρούν παγιδεύοντας με εκρηκτικά μια μικρή πόλη που εγκαταλείπεται από τους κατοίκους της και «κατοικείται» προσωρινά από τους τρόφιμους του ψυχιατρείου για την τύχη των οποίων κανείς δεν ενδιαφέρεται. Η αποστολή του σκωτσέζου στρατιώτη ( Άλαν Μπέιτς ) είναι να βρει και να εξουδετερώσει τα εκρηκτικά ώστε να σωθεί η πόλη και αυτοί οι τόσο «παράξενοι» κάτοικοί της που δείχνουν να αγνοούν (να περιφρονούν;) τον κίνδυνο.
Ο Μπροκά φιλμογραφεί μια αλληγορία που ενέχει την πλήρη ανατροπή των πάντων. Η αντικειμενική και η υποκειμενική αλήθεια, η λογική των ανθρώπων «εκτός των τειχών» σε αντιπαράθεση με το παράλογο των τροφίμων του ασύλου, η τρέλα και το παράλογο του πολέμου και η λογική αντιμετώπισή τους από την «κοινωνία των τρελών». Στο σκηνικό της άδειας πόλης, ανάμεσα στα χέοντα ερείπια περπατούν οι ήρωες- τρελοί ντυμένοι με αυτό που θα ήθελαν να ήταν σε μια κανονική ζωή. Στρατηγοί, πόρνες, αρχιεπίσκοποι, δούκες και δούκισσες, κομμωτές, τραγουδιστές, πυροσβέστες και θηριοδαμαστές δίνουν ζωή και χρώμα στη νεκρή πόλη, αψηφούν τον κίνδυνο του επερχόμενου θανάτου, αντιμετωπίζουν τα στρατεύματα -και τη μάχη που δίνουν μέχρις εσχάτων- σαν μια ακόμη ατραξιόν, την οποία αξίζει να παρακολουθήσουν και να χειροκροτήσουν. Α! και φυσικά, λατρεύουν τον βασιλιά τους! Τον σκωτσέζο στρατιώτη δηλαδή που τυχαία επιλέγει αυτό το όνομα, από τον ρήγα κούπα που κρατά στα χέρια του όταν οι γερμανοί εισβάλλουν στο τρελλοκομείο όπου έχει καταφύγει για να αποφύγει τη σύλληψη του.
Τον δοξολογούν, τον λατρεύουν αλλά και αρνούνται να τον ακολουθήσουν όταν τους προτρέπει να εγκαταλείψουν την πόλη για να σωθούν: «έχει άγρια θηρία εκεί έξω» του λένε, « μη φεύγεις». Ο έρωτας και η επιθυμία να τους σώσει κάνουν τον (υπέροχο ) Αλαν Μπέιτς να επιστρέψει και, όπως συμβαίνει στα παραμύθια να αποτρέψει το κακό την τελευταία στιγμή. Άλλη μια ευκαιρία για να διασκεδάσουν οι παράξενοι , πλουμιστοί «κάτοικοι» που όταν κουραστούν θα επιστρέψουν ήσυχα ήσυχα, απεκδυόμενοι τα κοστούμια τους, στην οικεία τους ασφάλεια. Στο τρελλοκομείο!
Κείμενο : Μαριάννα Καραβασίλη
Πρώτη παρουσίαση : peopleandideas