Τις προάλλες είδα ένα ντοκυμανταίρ για την Άννα Μανιάνι. Ήξερα ότι ήταν πολύ καλή ηθοποιός αλλά στο τέλος της σύντομης αυτής βιογραφικής εκπομπής, κατάλαβα πως ίσως ήταν η πιο μεγάλη ηθοποιός του 20ού αιώνα.
Κάποιος που μιλούσε για εκείνην στο ντοκυμανταίρ, είπε ότι η Μανιάνι είχε γίνει πια τόσο σπουδαία και μεγάλη για το θέατρο και για τον κινηματογράφο που ήταν σαν ένα παλιό, μεγάλο έπιπλο αξίας, το οποίο δεν χωράει πλέον σε διαμέρισμα. Γι’αυτό την κατηύθυναν προς την τηλεόραση στο τέλος της ζωής της.
Ο Μαστρογιάννι έλεγε ότι παίζοντας μαζί της σε μια ταινία όπου υποδύεται αυτός τον φυλακισμένο κι εκείνη τη γυναίκα του που έρχεται να τον δει στο επισκεπτήριο, πίστεψε για πρώτη φορά και μοναδική ότι δεν έπαιζε ρόλο αλλά ότι αυτή ήταν πραγματικά η γυναίκα του που είχε έρθει να τον δει στη φυλακή.
Σε μια ταινία του Βισκόντι, τη «Bellissima» παίζει καταπληκτικά τον ρόλο μιας μητέρας που προσπαθεί να κάνει τη μικρή της κόρη σταρ της «Cinecittà». Αλλά και πού δεν έπαιξε καταπληκτικά την λαϊκή γυναίκα της Ρώμης, την πληθωρική, την φωνακλού, την γεμάτη πάθος; Και στην πραγματική της ζωή, όμως, είχε τον καϋμό της με το ανάπηρο παιδί της που δεν μπορούσε να περπατήσει λόγω της πολιομυελίτιδας.
Στο τέλος, το ντοκυμανταίρ έκλεισε με μια σκηνή που μ’έκανε να καταλάβω τι μεγέθους ήταν αυτή η ηθοποιός που πάντα δήλωνε ότι το μόνο που την ενοχλούσε στους ανθρώπους ήταν η υποκρισία.
Είναι μια σκηνή που, όπως βρήκα αργότερα ψάχνοντας στο ίντερνετ, ήταν από την ταινία «La Sciantosa» (Η Σαντέζα). Εμφανίζεται η Μανιάνι μπροστά σε ένα κοινό τραυματιών του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου για να τους ψυχαγωγήσει και να τους ενθαρρύνει. Φοράει την ιταλική σημαία, και ένα στέμμα στο κεφάλι. Ετοιμάζονται οι μουσικοί (τον Τονίνο υποδύεται ο Μάσσιμο Ρανιέρι) να παίξουν κάτι ηρωικό, ένα εμβατήριο ίσως, κάτι θριαμβευτικό. Εκείνη βλέπει τους τυφλούς, τους κουτσούς, τους ακρωτηριασμένους και αρχίζει να θυμώνει. Πετάει τη σημαία, πετάει το στέμμα και λέει στους μουσικούς: «Παίξτε το άλλο τραγούδι, εκείνο που λέτε». Κι αρχίζει να τραγουδάει τον «Ερωτευμένο στρατιώτη», μια ιταλική καντσονέτα. Εκεί ο θεατής αρχίζει να κλαίει με μαύρο δάκρυ, να κλαίει χωρίς σταματημό. Στο τέλος κλαίει και η Μανιάνι απ’την οθόνη, κλαίνε οι μουσικοί, κλαίει το ακροατήριο των τραυματιών.
Κείμενο: Λητώ Σεϊζάνη