Δεν θυμάμαι ακριβώς τη χρονιά, αλλά θυμάμαι ότι ήμουν μαθήτρια του γυμνασίου, όταν ο – κατά πολύ νεότερος του πατέρα μου και αγαπημένος μου- θείος Βασίλης με πήρε μαζί του και μαζί με την παρέα του, να ακούσουμε τη Βίκυ Μοσχολιού σε μια μπουάτ της Πλάκας, τον «Ζυγό».
Πρώτη φορά πήγαινα σε τέτοιο μαγαζί. Στην αρχή ήταν η αναστάτωση, ο ενθουσιασμός, η «μαγκιά» της παρουσίας μου σε «μοδάτο» κέντρο. Μετά εμφανίστηκε η Μοσχολιού. Εννοείται πως την ήξερα την Μοσχολιού. Τα τραγούδια της ακούγονταν στο μονίμως ανοιχτό ραδιόφωνο του σπιτιού μου κι ο πατέρας μου μονίμως τα τραγουδούσε (πάντα σε δικούς του στίχους, αφού ποτέ δεν μπόρεσε να αποστηθίσει λόγια τραγουδιών) και τα αγαπούσα πάντα πάρα πολύ. ΟΜΩΣ η ζωντανή ερμηνεία και η σκηνική της παρουσία ήταν συγκλονιστική. Πώς ο De Niro μπαίνει στο πετσί του κάθε του ρόλου του και τον ζει για να μας παρουσιάσει την τέλεια ερμηνεία κάθε φορά, έτσι κι η Μοσχολιού, ήταν λες και το τραγούδι έβγαινε από το βάθος της ψυχής της και χωνόταν στις δικές μας. Και πράγματι δεν μπορούσε να πει ένα τραγούδι αν δεν αισθανόταν ότι είχε μπει στο πετσί του συνθέτη, ότι είχε καταλάβει τι σκεφτόταν την ώρα που το έγραφε. Και το ερμήνευε χωρίς πολλές κινήσεις, χωρίς χειρονομίες και εντυπωσιασμούς, με τη φωνή της και την αγάπη της για το τραγούδι. Μαγεύτηκα λοιπόν τότε στον «Ζυγό» και ξαναπήγα –με τον θείο- και την επόμενη χρονιά κι άλλες μετά, και τα μάγια δεν λύθηκαν κι ούτε θα λυθούν.
Η Βίκυ Μοσχολιού γεννήθηκε το 1943 στο Μεταξουργείο. Οι γονείς φτωχοί, δύσκολα τα έβγαζαν πέρα, έκαναν όμως αιματηρές οικονομίες κι αγόρασαν ένα οικόπεδο στο Αιγάλεω, όπου έφτιαξαν κι ένα σπιτάκι. Η Βίκυ τελειώνει το δημοτικό και πιάνει δουλειά ως κορδελιάστρα. Το τραγούδι το αγαπάει πολύ, προσπαθεί και στα «Νέα Ταλέντα» του Οικονομίδη, αλλά ο πατέρας της δεν την θέλει τραγουδίστρια. Όμως «το πεπρωμένον φυγείν αδύνατον» και μόλις γίνεται 19, βάζει μέσο μια ξαδέλφη τραγουδίστρια και πιάνει δουλειά στην «Τριάνα», όπου πρώτα ονόματα ήταν ο Μπιθικώτσης και η Δούκισσα!
1962 λοιπόν και βγάζει το πρώτο της 45άρι «Να ‘ξερες πόσο πόνεσα» του Σταύρου Τζουανάκου. Το ίδιο καλοκαίρι δουλεύει στου Κουλουριώτη, σιγοντάροντας τον Καζαντζίδη, τον οποίο ακολουθεί σε τουρνέ στην Αυστραλία. Για κάποιον όμως λόγο απογοητεύεται και επιστρέφει στη δουλειά της κορδελιάστρας. Όχι όμως για πολύ. Το 1964, όταν γυριζόταν η Λόλα, ο Ξαρχάκος έψαχνε φωνή για το «Χάθηκε το φεγγάρι». Ο Τάκης Λαμπρόπουλος της Columbia είχε ακούσει την Μοσχολιού, την θυμήθηκε και του την πρότεινε. Ετσι γυρίστηκε η περίφημη εκείνη σκηνή, όπου η Βίκυ βουρκωμένη (αυτό το πέτυχε εντελώς τυχαία, όπως είχε πει η ίδια, αφού της είχαν δώσει να κρατά τσιγάρο ενώ δεν ήταν καπνίστρια… ) τραγουδά στο παραθύρι της. Από εκεί και έπειτα άρχισε μια σπουδαία σταδιοδρομία, που άφησε πίσω της αμέτρητα τραγούδια –μεγάλες ή μικρότερες επιτυχίες – με τις οποίες έχουν μεγαλώσει γενιές και γενιές Ελλήνων και έχουν μείνει αξέχαστα. Μάλιστα δύο από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της, αμφότερες συνθέσεις του Γιώργου Ζαμπέτα, τα «Δειλινά» (ίσως το ωραιότερο λαϊκό τραγούδι) και τα «Ξημερώματα», έδωσαν το όνομα σε δυο από τα πιο φημισμένα νυχτερινά κέντρα της Αθήνας (αλήθεια, τό ’χει καταφέρει αυτό άλλος κανείς;). Συνεργάστηκε με τους καλύτερους της εποχής της (να τονίσω βέβαια, ότι ήταν μια πολύ καλή και γόνιμη –ίσως και η καλύτερη- εποχή για το ελληνικό τραγούδι), με πρώτον και καλύτερο τον μεγάλο Ζαμπέτα (Αλήτη, Σταλιά-σταλιά, Πάει-πάει), τον Καλδάρα (Δεν ξέρω πόσο σ’αγαπώ, Μην τα φιλάς τα μάτια μου), τον Ακη Πάνου (Πρέπει, Δεν κλαίω για τώρα), τον Ξαρχάκο (Παληκαράκι πού ‘λιωσα, Νυν και αεί), τον Μούτση (Σ’έβλεπα στα μάτια, Έτσι ειν’η ζωή), τον Μαρκόπουλο (Πέρα από τη θάλασσα, Οι Μετανάστες (όλο το L.P.), τον Θεοδωράκη (Κοιμήσου παληκάρι), τον Σπανό (Άνθρωποι μονάχοι), τον Κηλαηδόνη (Τα θερινά σινεμά), τον Κουγιουμτζή (Δεν είμαι εγώ), τον Πιτσιλαδή (Άδειο το λιμάνι), τον Κραουνάκη (Σήκω παιδί μου, Δεν είμαστε στην ίδια τη συχνότητα). Και βέβαια, έχει τραγουδήσει και πάμπολλα τραγούδια άλλων γνωστών και λιγότερο γνωστών τραγουδοποιών (Πλέσσα, Χατζηνάσιου, Κατσαρού, Λεοντή, Μουσαφίρη), καθώς επίσης και στίχους των καλύτερων (Ελευθερίου, Παπαδόπουλου, Χριστοδούλου, Νικολακοπούλου, Γκάτσου, Πυθαγόρα, κ.α.). Εδώ θέλω να αναφέρω και ένα τραγούδι που αγαπώ ιδιαίτερα, από την δική της όμως, μόνο, εκτέλεση: την ελληνική εκδοχή του Εn Mediterranee του Ζωρζ Μουστακί, σε ελληνικούς στίχους του Δ. Χριστοδούλου και με τίτλο Μες στη Μεσόγειο που κυκλοφόρησε το 1973. Επίσης ξεχωριστή ήταν και η ερμηνεία της στα αρχοντορεμπέτικα, στον δίσκο «Το τραμ το τελευταίο», απ’όπου όλη η Ελλάδα γνώρισε (ή ξαναθυμήθηκε) μια ενότητα ωραιότατων λαϊκών τραγουδιών, με σπουδαία σημασία, αφού αυτά ήταν που έφεραν το ρεμπέτικο και το μπουζούκι στα «σαλόνια».
Τέτοια τύχη είχε λοιπόν η Μοσχολιού, να τραγουδήσει τόσα πολλά σπουδαία λαϊκά τραγούδια και να τα αφήσει ανεξίτηλα στη μνήμη μας και κυρίως στις καρδιές μας. Ασφαλώς όμως δεν πρόκειται απλά και μόνο για τύχη. Ήταν μεγάλο ταλέντο, γι’αυτό και «σκοτώνονταν» όλοι να της δώσουν τραγούδια τους. Μπάσα φωνή, με απόλυτα μετρημένη ερμηνεία, συχνά συγκινητική, αλλά ποτέ μελό κι άλλοτε κεφάτη και αλλέγρα, μισόκλεινε τα μάτια καθώς τραγουδούσε, έγερνε ελαφριά μπροστά το κεφάλι στις κορώνες, τα χείλη της έπαιζαν ένα δικό τους παιχνίδι και καθήλωνε το ακροατήριό της. Ήταν γυναίκα δυναμική, αλλά και σεμνή και διακριτική. Χαρακτηριστική περίπτωση το αίσθημα , μετά ο γάμος και χρόνια αργότερα το διαζύγιο με τον Μίμη Δομάζο (τη μεγαλύτερη φίρμα του ποδοσφαίρου τότε) που πάντα τα κρατούσε μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Κι ακόμα, ελάχιστοι γνωρίζαμε, γιατί η ίδια ποτέ δεν το «διαφήμισε», πως είχε εμφανιστεί στο Carnegie Hall στη Ν.Υόρκη, στο Royal Albert Hall του Λονδίνου, στο Olympia στο Παρίσι, στις βασιλικές αυλές της Ιορδανίας, της Περσίας και βεβαίως στην ελληνική. Τραγούδησε για τον Ωνάση και την Τζάκυ, για τον Κωνσταντίνο Καραμανλή (που τον λάτρευε), ενώ το 1968 πραγματοποίησε με δικά της έξοδα, την πρώτη μεγάλη συναυλία Έλληνα καλλιτέχνη στην Κύπρο. Το 1972 τολμά να αφήσει τις μεγάλες πίστες για να τραγουδήσει σε μπουάτ της Πλάκας, στο Zoom αρχικά και τα επόμενα τέσσερα χρόνια στον Ζυγό. «Πήρα το ρίσκο» είχε δηλώσει «Εκεί έπρεπε να είσαι τέλεια, γιατί ούτε τρώγανε, ούτε πίνανε, ούτε σπάγανε…Είχαν ένα ποτήρι στα χέρια , κάθονταν και σε κοίταγαν στα μάτια». Το 1973 βρέθηκε μαζί με τον Δήμο Μούτση μέσα στο Πολυτεχνείο, πρόσφεραν την μικροφωνική τους εγκατάσταση από το Zoom και τριάντα κιλά κουλούρια κι άλλα τόσα τυριά! Ηταν βέβαια και φανατική της θρησκείας κι αυτή ήταν μάλλον η μοναδική πτυχή της ζωής της την οποία πρόβαλε τόσο έντονα και καλά έκανε, αφού πίστευε τόσο βαθιά πως έπρεπε να πολεμήσει για τα πιστεύω της. Επίσης, σε μια συνέντευξή της την θυμάμαι να λέει πως της άρεσε να διαβάζει Καβάφη γιατί έβρισκε πως τα ποιήματα του είχαν δύναμη και ερωτισμό. Το 1981 κάνει μια δύσκολη επιλογή, από τις πλέον παρακινδυνευμένες για καθιερωμένη τραγουδίστρια, ερμηνεύοντας τον δίσκο «Σκουριασμένα χείλια» του άγνωστου τότε Σταμάτη Κραουνάκη. Και όπως αποδείχθηκε, άξιζε το ρίσκο αφού και η καριέρα του Κραουνάκη απογειώθηκε έκτοτε, αλλά και στη δική της άνοιξε μια καινούργια, έντεχνη, παράγραφο.
Η Βίκυ Μοσχολιού έφυγε από τη ζωή το 2005, ύστερα από διετή μάχη με τον καρκίνο. Μέσα σ’αυτά τα δυο χρόνια έκανε σποραδικές εμφανίσεις κι έδωσε κάποιες συνεντεύξεις. Σε μια από αυτές μάλιστα εξέφρασε και το παράπονο πως από όλους τους συνθέτες, ο μόνος που δεν της είχε δώσει τραγούδι του, ήταν ο Χατζιδάκις. Ο οποίος όμως κάποτε, είχε χαρακτηρίσει τη φωνή της Μοσχολιού «το βιολοντσέλο της ελληνικής μουσικής». Η πορεία της και η σταδιοδρομία της είναι η ιστορία του τραγουδιού της μεταπολεμικής Ελλάδας. Παρ’όλο που -ευτυχώς- ποτέ δεν της έδωσαν κανέναν τίτλο του τύπου «η μεγάλη κυρία του ελληνικού τραγουδιού», «η ντίβα» ή «η θεά», η φωνή της, εκτός από συγκλονιστική, είναι και η πλέον αντιπροσωπευτική του τόπου μας. Η Βίκυ Μοσχολιού ήταν ένας απλός, καθημερινός άνθρωπος που ξεκινώντας από το μηδέν, με όπλα το ταλέντο και το ήθος της, τραγούδησε τα ωραιότερα λαϊκά τραγούδια, μπήκε μέσα σ’όλα τα ελληνικά σπίτια κι έχει μια μόνιμη θέση πια εκεί.
Κείμενο: Marlykon
Πρώτη δημοσίευση: www.peopleandideas.gr