Η συκοφαντία είν’ένα αεράκι (La calunnia è un venticello)

Η συκοφαντία είν’ένα αεράκι (La calunnia è un venticello)

Τι είναι η συκοφαντία; Κάτι πολύ αθώο στην αρχή, κάτι ελαφρύ, σαν αεράκι...

Η πασίγνωστη άρια από τον «Κουρέα της Σεβίλλης» του Ροσσίνι, έχει ενδιαφέροντες στίχους που μας βάζουν σε σκέψεις για το πόσο εύκολο είναι να συκοφαντήσει κανείς τον διπλανό του, να αρχίζει να βγάζει στη φόρα ανύπαρκτα άπλυτά του, κατασκευασμένα, όπως γίνεται συχνά με την τακτική του κουτσομπολιού σε προσωπικό επίπεδο ή ακόμα και με την οργανωμένη προπαγάνδα σε κρατικό επίπεδο (ας θυμηθούμε διάφορα απολυταρχικά καθεστώτα). Είναι ωραία τα λόγια από το λιμπρέττο του Τσέζαρε Στερμπίνι, που βασίστηκαν στην κωμωδία του Μπωμαρσέ και φυσικά είναι πολύ ωραία και ταιριαστή η μουσική του σπουδαίου Ροσσίνι που τα συνοδεύει και φτάνει σ’ένα απίστευτο κρεσέντο αντάξιο της δύναμης της συκοφαντίας που μπορεί να εξοντώσει οποιονδήποτε πέσει θύμα της.

Η συκοφαντία είν’ένα αεράκι
Μια αύρα τόσο ελαφριά
Που ανεπαίσθητα, διακριτικά
Απαλά και γλυκά
Αρχίζει τον ψίθυρό της.
Σιγά σιγά, χαμηλά χαμηλά
Ψιθυρίζει και σφυρίζει
Γλιστράει, βουίζει
Μες στ’αυτιά του κόσμου
Επιδέξια εισχωρεί
Και κάνει τα κεφάλια, τα μυαλά
Να ζαλίζονται, να φουσκώνουν.
Βγαίνοντας από το στόμα
Η βουή όλο μεγαλώνει
Δυναμώνει λίγο λίγο
Ρέει από’δω κι εκεί
Μοιάζει κεραυνός ή καταιγίδα
Που μες στην καρδιά του δάσους
Σφυρίζει και μουγκρίζει
Και σε κάνει απ’τον τρόμο να παγώνεις.
Στο τέλος ξεχειλίζει και ξεσπά
Διαδίδεται και γίνεται διπλάσια
Εκρήγνυται
Σαν κανονιά
Σαν σεισμός, σαν καταιγίδα
Γενική αναταραχή
Που κάνει τον αέρα ν’αντιλαλεί.
Κι ο καϋμένος ο συκοφαντημένος
Ταπεινωμένος, ποδοπατημένος
Κάτω απ’το δημόσιο μαστίγωμα
Αν είναι τυχερός πάει κάπου να πεθάνει.

Τη μετάφραση έκανε η Λητώ Σεϊζάνη.

 

Ακολουθεί το κείμενο στα  ιταλικά 

La calunnia è un venticello
Un’auretta assai gentile
Che insensibile sottile
Leggermente dolcemente
Incomincia a sussurrar.
Piano piano terra terra
Sotto voce sibillando
Va scorrendo, va ronzando,
Nelle orecchie della gente
S’introduce destramente,
E le teste ed i cervelli
Fa stordire e fa gonfiar.
Dalla bocca fuori uscendo
Lo schiamazzo va crescendo:
Prende forza a poco a poco,
Scorre già di loco in loco,
Sembra il tuono, la tempesta
Che nel sen della foresta,
Va fischiando, brontolando,
E ti fa d’orror gelar.
Alla fin trabocca, e scoppia,
Si propaga si raddoppia
E produce un’esplosione
Come un colpo di cannone,
Un tremuoto, un temporale,
Un tumulto generale
Che fa l’aria rimbombar.
E il meschino calunniato
Avvilito, calpestato
Sotto il pubblico flagello
Per gran sorte va a crepar.

Πρώτη δημοσίευση: www.peopleandideas.gr


 


Εκτύπωση   Email