Χιόνι πένθιμο στον κόσμο του Τζέιμς Τζόυς

Χιόνι πένθιμο στον κόσμο του Τζέιμς Τζόυς

Κάθε φορά που χιονίζει, σκέφτομαι το διήγημα «Ο Νεκρός» από τη συλλογή «Οι Δουβλινέζοι» του Τζέιμς Τζόυς, που εκτυλίσσεται μια χιονισμένη βραδιά στο Δουβλίνο στις αρχές του 20ου αιώνα. 

Το χιόνι στα όνειρα σημαίνει θάνατο. Το λένε και οι ψυχίατροι. Ίσως γιατί είναι άσπρο και το άσπρο δεν είναι χρώμα. Κυρίως όμως, νομίζω επειδή είναι σιωπηλό. Ο άνεμος έχει ήχο. Η βροχή επίσης. Το χιόνι απορροφά όλους τους ήχους, επιβάλλει την σιωπή. Και ο θάνατος επιβάλλει την σιωπή. Οι νεκροί δεν έχουν ήχο, ομιλία, γέλιο, κλάμα, αναστεναγμό, κραυγές, ροχαλητό, βήχα. Δεν παράγουν ήχους και δεν ακούνε τους ήχους του κόσμου τούτου. Παράγουν μόνο αναμνήσεις. Στους άλλους.

Τα αρχικά τρία τέταρτα περίπου του διηγήματος «Ο Νεκρός», είναι αφιερωμένα στον ετήσιο χορό που παραθέτουν δύο ηλικιωμένες κυρίες και η ανιψιά τους στο σπίτι τους στο Δουβλίνο. Περιγράφεται αριστοτεχνικά και σε μάκρος, ο μικρόκοσμος του μεσοαστικού  κοινωνικού τους κύκλου, τα ήθη, οι συμβάσεις και οι τελετουργίες της εποχής, οι πολιτικές αντιπαραθέσεις μεταξύ ενωτικών και αυτονομιστών καλεσμένων. Κάποιες νύξεις μόνο για το χιόνι που πέφτει έξω από την πόρτα του φιλόξενου σπιτιού και της ευφρόσυνης ατμόσφαιρας που δημιουργούν τα βάλς και οι καντρίλλιες, τα πλούσια εδέσματα και το αλκοόλ.

Με το τέλος της γιορτής ο ανεψιός των οικοδεσποτών, Γκάμπριελ, μαζί με την γυναίκα του Γκρέττα, αναχωρούν και κατά την διαδρομή τους μέσα από την χιονισμένη πόλη, ο Γκάμπριελ κατακλύζεται από αισθήματα τρυφερότητας και επιθυμίας για τη γυναίκα του, ανυπομονώντας να βρεθούν μόνοι στο δωμάτιο του ξενοδοχείου που θα διανυκτερεύσουν. Ωστόσο, όταν βρεθούν εκεί, η ερωτική του επιθυμία έρχεται αντιμέτωπη με την θλίψη της γυναίκας του στη ανάμνηση  ενός νεανικού της έρωτα, που της θύμισε ένα τραγούδι που άκουσε στην γιορτή. Όπως διηγείται στον άντρα της, ήταν ένας ευαίσθητος και ερωτευμένος μαζί της νεαρός που πέθανε στα δεκαεπτά του χρόνια. Η Γκρέττα πιστεύει, γεμάτη ενοχές, ότι ό θάνατός του ήταν αποτέλεσμα της επιμονής του ήδη άρρωστου Μάικλ Φόρεϋ να έρθει να την συναντήσει ένα βροχερό και κρύο βράδυ του χειμώνα. Ο νεκρός εισβάλλει, πιο ζωντανός από τους ζωντανούς,  ανάμεσά τους και οι προσδοκίες του Γκάμπριελ για την αναθέρμανση του γάμου του ματαιώνονται.

Στην τελευταία παράγραφο, ο Γκάμπριελ, βαθιά θλιμμένος κι αυτός, κοιτάει έξω από το παράθυρο το χιόνι που έχει αρχίσει να πέφτει ξανά εκείνο το βράδυ. Σκέφτεται το χιόνι που σκεπάζει όλη την Ιρλανδία. Ακόμη, σκέφτεται το χιόνι που πέφτει και στο έρημο νεκροταφείο που είναι θαμμένος ο νεανικός έρωτας της γυναίκας του. H ψυχή του βυθίζεται σιγά-σιγά καθώς το χιόνι πέφτει σιγανά και ανεπαίσθητα πάνω σε ζωντανούς και πεθαμένους...

                (Monastery Graveyard in the Snow, by Caspar David Friedrich, 1819, oil on canvas)

Η δύναμη των λογοτεχνικών περιγραφών από τους τεχνίτες του είδους είναι μεγάλη. Είχα διαβάσει το διήγημα και παλιότερα, και παρά την εκτενή περιγραφή της γιορτής (που έχει γίνει αντικείμενο πολλών αναλύσεων, όπως και όλο το διήγημα), στη μνήμη μου είχε εντυπωθεί έντονα μόνο αυτή η τελευταία παράγραφος, ως μια περιγραφή που συνδέει  το σκοτεινό χιονισμένο τοπίο με την ερημία του θανάτου.

Απόσπασμα από την μετάφραση του Κοσμά Πολίτη («Οι Δουβλινέζοι» εκδόσεις Σ. Ι. Ζαχαρόπουλου, 1987)

Ανάλαφρα χτυπήματα πάνω στο τζάμι τον έκαναν  να γυρίσει το κεφάλι του πρός το παράθυρο. Ξανάρχιζε να χιονίζει. Κοίταζε νυσταγμένος τις νιφάδες, ασημιές και θαμπές, να πέφτουν λοξά μέσα στο φώς του φαναριού. Είχε έρθει γιαυτόν ο καιρός να ξεκινήσει το ταξίδι του πρός τα δυτικά. Ναι, οι εφημερίδες είχαν δίκιο: χιόνιζε παντού, σ’ ολόκληρη την Ιρλανδία. Έπεφτε σε κάθε μεριά του σκοτεινού κεντρικού κάμπου, στους άδεντρους λόφους, έπεφτε μαλακά στο Μπογκ Οφ Αλλεν κι ακόμα πιο πέρα δυτικά, έπεφτε μαλακά στα θολά ανταριασμένα κύματα του Σάννον. Έπεφτε ακόμα και σε κάθε μεριά του ερημικού κοιμητηρίου πάνω στο λόφο, εκεί όπου κειτόταν θαμμένος ο Μάικλ Φόρεϋ. Στοιβαζόταν πυκνό πάνω στους γυρτούς σταυρούς και τις ταφόπετρες, πάνω στα κάγκελα της μικρής πόρτας, πάνω στα ξερά αγκάθια. Το είναι του ατονούσε σιγά-σιγά όσο άκουγε το χιόνι να πέφτει ανάλαφρα πάνω στο σύμπαν, να πέφτει ανάλαφρα σαν ερχομός του τελειωτικού τους τέλους, πάνω σε όλους τους ζωντανούς και τους νεκρούς.

Το διήγημα μετέφερε αριστοτεχνικά στον κινηματογράφο ο Ιρλανδικής καταγωγής Τζον Χιούστον, στην τελευταία του σκηνοθετική δουλειά το 1987, λίγο πριν πεθάνει. Στην ταινία το σενάριο είναι του γιου του Τόνυ Χιούστον, και το ρόλο της Γκρέττας κράτησε η κόρη του Αντζέλικα Χιούστον.

Κείμενο: Μερόπη Σανοπούλου


Εκτύπωση   Email