Ένας γερμανικός θρύλος για το χριστουγεννιάτικο δένδρο που συνηθίζουμε να στολίζουμε. Διαβάζεται σαν παραμύθι από μικρούς και μεγάλους!
Όταν γεννήθηκε ο μικρός Χριστός, γαλήνη και ευφορία πλημμύρισε τον κόσμο. Κάθε μέρα άνθρωποι έφταναν από παντού για να δουν το μικρό παιδί και να του προσφέρουν ταπεινά δώρα. Κοντά στον στάβλο όπου γεννήθηκε υπήρχαν τρία δέντρα: ένας φοίνικας, μια ελιά και ένα έλατο. Βλέποντας όλους αυτούς τους ανθρώπους να περνούν κάτω από τα κλαδιά τους, θέλησαν κι αυτά με τη σειρά τους να προσφέρουν κάτι στον μικρό Χριστό.
- Θα πάρω το μεγαλύτερο κλαδί μου, είπε ο φοίνικας, και θα το βάλω κοντά στη φάτνη, για να ανεμίζω απαλά τον αέρα γύρω Του.
Εγώ θα μαζέψω τις ελιές μου, θα τις στύψω και με το λάδι θα αλείψω τα ποδαράκια Του, είπε η ελιά.
- Κι εγώ, τί να δώσω στο Παιδί; ρώτησε το έλατο.
- Εσύ; είπαν τα άλλα δύο. Εσύ, δεν έχεις τίποτα να προσφέρεις! Οι μυτερές σου βελόνες θα τσιμπάνε το βρέφος και τα δάκρυά σου που είναι γεμάτα ρητίνη, μυρίζουν και κολλάνε πολύ!
Το φτωχό έλατο ένιωσε πολύ δυστυχισμένο και είπε με λύπη:
- ‘Εχετε δίκιο. Δεν έχω τίποτα αρκετά καλό για να προσφέρω στο Μικρό Παιδί.
Ένας άγγελος που στεκόταν παράμερα, ακίνητος και σιωπηλός, άκουσε τί συνέβαινε. Λυπήθηκε το έλατο, τόσο ταπεινό και χωρίς φθόνο, και αποφάσισε να το βοηθήσει.
Ψηλά, το ένα μετά το άλλο, άρχισαν να λαμπυρίζουν τα αστέρια και φώτισαν τον θόλο του ουρανού. Ο άγγελος πήγε να ζητήσει από μερικά να κατέβουν και να προσγειωθούν στα κλαδιά του δέντρου. Τα αστέρια το έκαναν πρόθυμα και το έλατο βρέθηκε όλο φωτισμένο.
Από τη Φάτνη που ήταν ξαπλωμένος ο μικρός Χριστός έβλεπε το ολόφωτο έλατο και τα μάτια του άρχισαν να λάμπουν μπροστά στα όμορφα φώτα. Πόση χαρά πήρε το έλατο γι' αυτό!
Και έτσι το έλατο που ανταμείφθηκε για την ταπεινοφροσύνη του επιλέχθηκε, πολύ καιρό αργότερα να στολίζεται από τους ανθρώπους κι αληθινό ή ψεύτικο, να φέρνει τη λάμψη και τη χαρά των Χριστουγέννων σε μικρούς και μεγάλους!
Το διαβάσαμε εδώ (απόδοση στα ελληνικά : Μαριάννα Καραβασίλη)