Οι Μοιραίοι του Κώστα Βάρναλη και οι μοιραίοι των κοινωνικών στερεοτύπων. Μια μικρή και πολύ ανθρώπινη ιστορία από τον Αντώνη Αποστολίδη.
Βραδάκι στο Δίπορτο. Αντροπαρέα. Το κλίμα βαρύ, ασήκωτο. Ημίφως. Γύρω γύρω, μικρές παρέες από άνδρες μόνο, όλοι καπνίζουν βαριά τσιγάρα, σφίγγουν με το άλλο χέρι ένα ποτήρι κρασί, τα μάτια καρφωμένα στο υπερπέραν. Στο υπόβαθρο, ακούγονται ρυθμικά, βασανιστικά, οι ήχοι ενός θλιμμένου μπουζουκιού. Οι Μοιραίοι :
Εψές, σαν όλα τα βραδάκια,
να πάνε κάτου τα φαρμάκια..…
Θέλει να κλάψει, αλλά συγκρατεί με δυσκολία τον κόμπο που φτάνει στα μάτια του. Οι άνδρες δεν κλαίνε ποτέ, του είχαν πει. Ποιοί; Ούτε αυτός θυμάται. Τι σημασία έχει άλλωστε;
Θα ήθελε να έχει ένα μαχαίρι, να το καρφώσει με όλη την δύναμη που του απομένει στο τραπέζι, και να ουρλιάξει. Αλλά συγκρατείται, παραμένει σιωπηλός, μέσα στην γενική βουβαμάρα της υπόγειας ταβέρνας.Το θλιμμένο τραγούδι, συνεχίζει σαδιστικά στο ρυθμό του
— Φταίει το ζαβό το ριζικό μας!
— Φταίει ο Θεός που μας μισεί!
— Φταίει το κεφάλι το κακό μας!
— Φταίει πρώτ' απ' όλα το κρασί!
Και τότε αρχίζει να νοιώθει το κάψιμο στο στήθος. Στην αρχή δεν δίνει σημασία. Δεν είναι τίποτα, κάτι από την στενοχώρια, σκέφτηκε. Ο πόνος δυναμώνει συνέχεια. Αυτός παραμένει ανέκφραστος.
Οι άνδρες αντέχουν τον πόνο, είναι δυνατοί, δεν μασάνε, του είχαν πει. Ποιοι; Ούτε θυμάται, τι σημασία έχει...
Ο πόνος δυναμώνει περισσότερο. Σφίγγει το ποτήρι πιο δυνατά, με όση δύναμη του απομένει. Το βλέμμα του θολώνει, βλέπει μόνο τις σκιές των άλλων ανδρών στα τραπέζια. Ξαφνικά, δεν το πιστεύει, δεν είναι δυνατόν, γουρλώνει τα μάτια του. Μπροστά του είναι εκείνη! Δεν μπορεί! Κάτι συμβαίνει εδώ. Του γελάει, με εκείνο το αξέχαστο γέλιο της, πλημμυρισμένο από αγάπη. Δεν μπορεί! Μπροστά στα μάτια του έρχεται η εικόνα του γυναικολόγου να τον κοιτάει και να του λέει: "Λυπάμαι, την χάσαμε".
Την είχε αναγκάσει να κάνει έκτρωση στους τέσσερις μήνες, γιατί οι άνδρες δεν κάνουν παιδί στα εικοστρία, έτσι του είχαν πει. Ποιοί; Ούτε θυμάται....
Τα μάτια του πέφτουν στο ποτήρι με το κρασί, έχει σπάσει από το σφίξιμο, και το χέρι του είναι γεμάτο αίματα. Σηκώνει το βλέμμα του, εκείνη είναι ακόμα εκεί. Συνεχίζει να γελάει γλυκά, με εκείνη την αξέχαστη γλύκα της. Ο πόνος πέρασε, αντικαταστάθηκε από μια γλύκα στο στήθος του. Την κοιτάει. Τότε αυτή του δίνει το χέρι της. Σκύβει στο αυτί του και του λέει:
--"Επιτέλους ήλθες, σε περιμέναμε εγώ και το παιδί"΄.
Κοιτάει κάτω, βλέπει ένα κορμί ξαπλωμένο στο πάτωμα. Το μπουζούκι εξακολουθεί να παίζει:
-Έτσι στη σκοτεινή ταβέρνα
πίνουμε πάντα μας σκυφτοί.
Σαν τα σκουλήκια, κάθε φτέρνα
όπου μας έβρει μας πατεί.
Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα,
προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα!
Κείμενο: Αντώνης Αποστολίδης
Πηγή Φωτογραφίας: https://www.tripadvisor.com.gr/Restaurant_Review-g189400-d1198294-Reviews-Diporto-Athens_Attica.html#photos;aggregationId=101&albumid=101&filter=7&ff=267516163