Στις θύμησες

Στις θύμησες

Ήτανε η ώρα μία τα χαράματα. Η μητέρα του καθότανε στο πάτωμα, θηλάζοντας το νεογέννητο μωρό της, και εκείνο έπαιζε σιωπηλά με κάποια άλλα παιδιά που είχαν καθίσει δίπλα του προ ολίγου.

Ο πατέρας του προσπαθούσε να σφίξει τη γάζα στο πόδι του, ενώ ένας άλλος νεαρός έφηβος παραδίπλα είχε μόλις αφήσει την τελευταία του πνοή στα χέρια της μάνας του που έκλαιγε σπαρακτικά.

Τα φώτα τρεμοπαίζανε ενώ οι τηλεοράσεις και τα τηλέφωνα ίσα που λαμβάνανε το σήμα που χρειαζόντουσαν για να λειτουργούνε.

Άλλοι βλέπανε διεθνή κανάλια, άλλοι συνομιλούσαν με φίλους και γνωστούς τους, ενώ άλλοι λυγίζανε τα γόνατα με τα νέα που ακούγανε από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης στα κινητά τους.

Φόβος, πανικός, φωνές, ακαταστασία, βρωμιά, μελαγχολία.

Κοιτώντας στα μάτια των ανθρώπων τριγύρω του, ο νεαρός ένιωσε μερικά πρωτόγνωρα συναισθήματα να του κατακλύζουνε την καρδιά.

Με την άκρια του ματιού του είχε παρατηρήσει μερικά χαμόγελα σε κάποια πρόσωπα, όμως ανάμεσα στο μουντό κλίμα που επικρατούσε, μοιάζανε παρά μόνο σαν μικρές ακτίνες φωτός που έστελνε ο απογευματινός ήλιος.

“Μαμά, μέχρι πότε θα είμαστε εδώ;” ρώτησε σε κάποια στιγμή την μητέρα του, όταν πλέον οι περισσότεροι είχανε πέσει να κοιμηθούνε.

Εκείνη τον κοίταξε με ένα αμυδρό χαμόγελο, χαϊδεύοντας του τα μαλλιά.

“Δεν ξέρω αγάπη μου. Όσο χρειαστεί”

“Αλλά γιατί χρειάζεται; Δεν γίνεται να πάμε τώρα σπίτι;”

Η μητέρα του πήγε να μιλήσει αμέσως, όμως η μιλιά της είχε κοπεί την ίδια στιγμή.

Οι προτάσεις δεν μπορούσανε να βγούνε καθαρές από το στόμα της, ενώ τα χέρια της είχανε αρχίσει να τρέμουνε από το άγχος της.

Μονάχα με ένα χαμόγελο άρπαξε το μικρό αγοράκι στην αγκαλιά της, παρέα με το μωρό.

“Σύντομα θα πάμε πίσω. Αρκεί που είμαστε όλοι εδώ”

Παραξενεμένος από τα λόγια της, εκείνος την κοίταξε για ακόμη μια φορά και κούνησε το κεφάλι του καταφατικά, πέφτοντας επιτέλους να ξεκουραστεί σε έναν υπνόσακο δίπλα.

Αφότου έστρεψε τα μάτια της επάνω του, η γυναίκα άφησε έναν αναστεναγμό να βγει από τα στηθικά της και σύρθηκε στα αριστερά της, κοντά στον άνδρα της που ξάπλωνε ξύπνιος, κοιτώντας το ταβάνι.

Το αψιδωτό σχήμα που είχε φαινόταν πως τον ζάλισε προς στιγμής, και έτσι έστρεψε τα μάτια του με μια σπασμωδική κίνηση στη γυναίκα του, η οποία είχε μόλις πάρει την παλάμη της στο στήθος του.

“Πονάς;”

Εκείνος της χαμογέλασε, αρπάζοντας απαλά το χέρι της.

“Τώρα όχι. Ευτυχώς η αιμορραγία σταμάτησε”

Με ένα καταφατικό γνέψιμο, εκείνη έστρεψε τα μάτια της κάτω στην κρυμμένη πληγή του, αρχίζοντας να κλαίει αθόρυβα.

Βλέποντας την, εκείνος πέρασε τα δάκτυλα του κάτω από το πιγούνι της, στρέφοντας απαλά το κεφάλι της προς τα πάνω.

“Έ, ε, ε, κοίταξε με Κατερίνα! Είμαι καλά!”

Αφού ανάπνευσε μερικές φορές βαριά, κοίταξε τα γαλανά μάτια του, εκπνέοντας με δύναμη τον αέρα που φύλαγε.

“Υποσχέσου μου πως δεν θα βγεις ξανά εκεί έξω”

Τα λόγια της κάνανε τον σύντροφο της να μείνει ακίνητος.

Για μια στιγμή κοίταξε το νεκρό πτώμα του νεαρού που είχε πεθάνει πριν μερικές ώρες, ενώ πριν να το καταλάβει, η Κατερίνα άρπαξε το κεφάλι του με δύναμη, στρέφοντας το προς εκείνην.

“Πες μου πως δεν θα βγεις Πέτρο!!”

Κοιτάζοντας τα καστανά μάτια της, εκείνος κατέβασε τα χέρια της ήρεμα, φιλώντας τα στο τέλος.

“Δεν μπορώ να το υποσχεθώ Κατερίνα. Εάν ζητήσουνε άνδρες να βγουν έξω πρέπει να βγω. Είναι το καθήκον μου”

“Ποιο καθήκον; Σε ποιόν; Στη χώρα σου; Στην οικογένεια σου; Εμείς εδώ είμαστε! Η χώρα δεν ξέρουμε αν θα υπάρχει αύριο!”

Μια συνεχιζόμενη εισπνοή γέμισε τα πνευμόνια του Πέτρου, ενόσω τα μάτια του κοιτούσανε κατάματα τα δικά της Κατερίνας.

“Η χώρα μας είναι το σπίτι μας και εσείς. Οι γείτονες μας, και ό,τι άλλο έχουμε. Δεν θα πολεμήσω για φανταστικά ιδεώδη και άϋλα θύματα. Θα πολεμήσω για το καθήκον που έχω σε εσάς! Σε εμάς, σε όλα”

Ακούγοντας τα λόγια του, τα μάτια της Κατερίνας βουρκώσανε με δάκρυα, ενώ σχεδόν αμέσως ο Πέτρος πήρε το χέρι του στο μάγουλο της, φέροντας το κεφάλι της κοντά στο δικό του, ακουμπώντας τα μέτωπα τους μεταξύ τους.

“Το ξέρω, αλλά φοβάμαι” είπε εκείνη ψιθυριστά, με μια φωνή που τρεμόπαιζε σε κάθε λέξη που άρθρωνε.

Με το που πήγε να ανοίξει το στόμα του, ένας δυνατός κρότος που έμοιαζε με έκρηξη ακούστηκε πάνω από την οροφή που σκέπαζε τα κεφάλια τους, και διάφορες σκόνες πέσανε επάνω τους.

Διάφοροι άνθρωποι τριγύρω τους ξυπνήσανε αυτόματα, ενώ μερικά παιδιά είχαν αρχίσει να κλαίνε.

“Τους ξέφυγε πύραυλος! Μου το είπε ένας φίλος μου πάνω!” φώναξε αμέσως ένας έφηβος που καθότανε σταυροπόδι με μια παρέα άλλων κοριτσιών και αγοριών.

Κάποιοι άνθρωποι βάλανε τον σταυρό τους, άλλοι πέσανε πίσω για ύπνο, ενώ ο Πέτρος έμενε προσηλωμένος στη γυναίκα του.

“Μην φοβάσαι. Ό,τι και αν γίνει, ό,τι κι αν πάθω, οφείλω να πολεμήσω με τους υπόλοιπους για να έρθει πιο γρήγορα η ειρήνη”

Τα επίσης ψιθυριστά λόγια του ακολουθηθήκαν από τα αγανακτισμένα λόγια της Κατερίνας.

“Και αν πεθάνεις; Εξάλλου δεν σου αρέσει ο πόλεμος! Δεν μπορείς να τους μιλήσεις για να ηρεμήσουν όπως έκανες με τους αυτονομιστές;”

Ο Πέτρος κούνησε το κεφάλι του αποδοκιμαστικά.

“Είναι ένας ολόκληρος στρατός Κατερίνα μου. Ναι, σαν άτομα ξεχωριστά είναι όλοι τους καλοί, αλλά σαν ένα σύνολο φέρνουν τον όλεθρο”

Εκείνη άφησε έναν νευρικό ήχο να ξεφύγει από το στόμα της.

“Αλήθεια το πιστεύεις αυτό; Ότι είναι καλοί;”

Ένα φιλί στα χείλη της συνόδευσε το τέλος των νευρικών προτάσεων της.

“Μην αφήσεις τον πόλεμο να σε αφήσει να το ξεχνάς λατρεία μου. Ο κόσμος είναι απλός. Εμείς είμαστε αυτοί που τον περιπλέκουμε. Είτε με πολέμους, είτε με ιδεολογίες, είτε με άχρηστες ανάγκες”

Μια μικρή παύση ακολούθησε τα λόγια του, προτού η Κατερίνα του χαϊδέψει τα χέρια γλυκά.

“Και αν πεθάνεις; Και αν μείνουμε μόνοι μας; Και αν χαθεί η χώρα μας;”

Εκείνος μονάχα χαμογέλασε, κοιτώντας τα υπέροχα της μάτια που τον κοιτούσανε με αγάπη.

“Ό,τι κι αν χαθεί, εδώ για πάντα μένει. Στις θύμησες

Με το που τελείωσε την πρόταση του, τοποθέτησε την παλάμη του στο στήθος της Κατερίνας, μπροστά από την καρδιά, και ένα δάκρυ κύλησε από το μάτι του.

“Σ’ αγαπώ” της είπε γλυκά.

“Κι εγώ σ’ αγαπώ” του απάντησε θλιμμένα.

 

Κείμενο: Στέλιος Νικολάου (Νισολομού)

 

 

 


Εκτύπωση   Email