Ποιήματα δραματικά, κωμικά, ερωτικά και άλλα, μεταφρασμένα από διάφορες γλώσσες
1. Έτσι είν’ ο Χρόνος
Έτσι είν’ο χρόνος, παίρνει ενέχυρη
Τη νιότη, τη χαρά μας, ό,τι έχουμε δικό μας
Και μας το ξεπληρώνει με γερατειά και χώμα
Εμάς το σκοτεινό, το σιωπηλό το μνήμα
Όταν έχουμ’ εξαντλήσει την πορεία της ζωής μας
Σφραγίζει την ιστορία της ύπαρξής μας
Αλλά απ’τον τάφο, από τη γη, από την σκόνη
Θα με αναστήσει ο Θεός μου, Του έχω εμπιστοσύνη
Sir Walter Raleigh (1552-1618)
2.Περήφανη όψη
Περήφανη όψη, βλέμμα όλο φαρμάκι
Του Βασιλίσκου. Κόβει το νήμα της ανθρώπινης ζωής
Όπως εσύ που με τα μάτια σου, μέσω του έρωτα
Σε όποιον σε θαυμάζει, του παίρνεις την καρδιά.
Η Ασπίδα, όλο θάνατο και δηλητήριο
Κλείνει τα αυτιά της στην πιο δυνατή μαγεία
Κι εσύ νάγια σκληρή με τη μεγάλη επιθυμία
Κάνεις πως δεν γρικάς τα βάσανά μου
Με γλυκύτατο τραγούδι οι Σειρήνες
Κάνουν τους ταξιδιώτες τον θάνατο ν’ακούσουν
Όπως εσύ που με τα μάτια σου, μέσω του έρωτα
Απ’ όποιον σε θαυμάζει, παίρνεις την καρδιά.
Αν και από ελπίδα στην ζωή αυτή είμαι στερημένος
Θα ζήσω πάντα όλο δάκρυα κι ερωτευμένος
Μια που ο Έρωτας για να μου δώσει αιώνιο πόνο
Σ’έφτιαξε Βασιλίσκο, νάγια-Ασπίδα και Σειρήνα.
Στίχοι αγνώστου, μουσική Claudio Monteverdi (1567-1643)
3.
Προς το Έλεος, τον Οίκτο, την Αγάπη, την Ειρήνη
Όλοι αναπέμπουν προσευχή σαν είναι πονεμένοι
Προς τις αρετές τις υπέροχες αυτές
Απευθύνουμε επίσης και ευγνωμοσύνη
Γιατί το Έλεος έχει ανθρώπινη καρδιά
Ο Οίκτος όψη ανθρώπινη διαθέτει
Η Αγάπη από θεϊκή χαρακτηρίζεται ανθρωπιά
Και η Ειρήνη ανθρώπινο ένδυμα φορά
William Blake (1757–1827) Απόσπασμα από τα Άσματα αθωότητος
4.
Έστειλα ένα βέλος στον αέρα
Έπεσε στη γη, δεν είδα πού
Διέγραψε τόσο γρήγορη τροχιά
Ώστε η όραση δεν ήταν δυνατόν
Να το ακολουθήσει πια
Ψιθύρισα ένα τραγούδι στον αέρα
Έπεσε στη γη, δεν είδα πού
Γιατί ποιος έχει τόσο οξεία όραση και δυνατή
Ώστε του τραγουδιού την πτήση
Να μπορεί ν’ακολουθεί;
Πολύ καιρό αργότερα, σε μια βελανιδιά
Βρήκα ακέραιο το βέλος
Και το τραγούδι ολόκληρο
Απ’την αρχή ώς το τέλος
Βρήκα ξανά μες σ’ενός φίλου την καρδιά
Henry W.Longfellow (1807-1882)
5.
Συζητήσαμε αρκετά
Εκείνη ήταν απλή, γεμάτη καλωσύνη
Μη γνωρίζοντας τι είναι το κακό
Έκανε πάντα το καλό
Από τα πλούτη της καρδιάς της
Μού’ δωσε ελεημοσύνη
Κι εγώ ακούγοντας
πώς είναι την καρδιά σου να χαρίζεις
Δίχως κάν να τολμήσω να σκεφτώ
Την δική μου της παρέδωσα καρδιά
Πήρε εκείνη την ζωή μου μαζί
Χωρίς ποτέ να το αντιληφθεί
Alfred de Musset (1810-1857)
6.
Βρέχει μες στην καρδιά μου
Όπως βρέχει πάνω στην πόλη
Τι είναι αυτή η μελαγχολία
Που τρυπάει την καρδιά μου;
Θόρυβο γλυκό κάνει η βροχή
Στις στέγες σαν πέφτει, σαν πέφτει στη γη
Σε μια βαρειά ψυχή
Πώς τραγουδάει η βροχή!
Βρέχει χωρίς αιτία
Μες στην θλιμμένη την καρδιά
Πώς! Δεν υπήρξε προδοσία;
Αυτό το πένθος δεν έχει αιτία.
Σίγουρα είν’ η πιο μεγάλη τιμωρία
Να μην ξέρεις γιατί
Χωρίς έρωτα και χωρίς μίσος
Νοιώθει η καρδιά τόση μελαγχολία!
Paul Verlaine (1844-1896)
7.
Οι βασιλείς του κόσμου είναι γέροι
και δεν θα αποκτήσουν πια διαδόχους.
Παιδιά μικρά πεθαίνουνε οι γιοί τους
και οι χλωμές τους κόρες το αδύναμό τους
στέμμα παραδώσαν.
Το λειώνει σε μικρά νομίσματα το πλήθος
ο σημερινός κύριος του κόσμου
στη φωτιά, στις μηχανές το σφυρηλατεί
ώστε να γίνει το θέλημά του
αλλά η τύχη με το μέρος του δεν είναι.
Το σίδερο νοσταλγεί την πατρίδα του.
Θέλει να εγκαταλείψει το χρήμα, τους τροχούς
που μια μικρόψυχη ζωή διδάσκουν.
Από βιομηχανίες και ταμεία
θέλει στη φλέβα να γυρίσει
των βουνών που χαίνουν
και κλείνουν πίσω του.
Rainer Maria Rilke (1875-1926)
8.Στο τραπέζι χωρίς εσένα
Ένοιωθα πεινασμένος
Όμως δεν έφαγα τίποτα σχεδόν
Όλα ήταν νόστιμα και η μπύρα παγωμένη
Αλλά εσύ δεν ήσουν δίπλα καθισμένη
Συγγνώμη: είχα πιστέψει
Ότι πάντα θα ήταν έτσι
Αν εσύ πάνω από μένα δεν –
Μα τι είναι πιο πάνω απ’την αγάπη;
Κι όμως πρέπει τώρα
Δυο μέρες ακόμα
Ανόρεχτα να τρώω
Πώς το σιχαίνομαι αυτό!
Αλλά όταν από το ταξίδι σου γυρίσεις
Θα σου το πω, και άκου με καλά
Θα φάω εγώ σαν άνθρωπος ξανά
J.Ringelnatz (1883-1934)
9.Οι σόλες των παπουτσιών μου
Ήταν πάντα κοντά μου
Οι σόλες των παπουτσιών μου
Αν και τις έβλεπα σπανίως
Ήταν ευγενικές οι σόλες προς τις φτέρνες μου
Μονίμως αεικίνητες. Σ’αυτές κολλούσαν
Βρωμιά, αίμα, ακόμα και χρυσάφι
Εφθάρησαν για χάρη μου
Κι ελάχιστα το φως της μέρας είδαν
Όποιος τις σόλες του να αγαπήσει δεν μπορεί
Δεν αγαπάει ούτε την ίδια του ψυχή
Εδώ και μέρες είναι η καρδιά μου μαύρη
Στον παπουτσή τις σόλες μου πρέπει να πάω
Γιατί άλλο δεν μπορούν πλέον να με κουβαλούν
J.Ringelnatz (1883-1934)
10.
Η διαφορά ανδρός και γυναικός
Φαίνεται μέσα από την κλειδαρότρυπα ακριβώς
J.Ringelnatz (1883-1934)
11. Το φύλλο
Εγώ είμαι σαν εκείνο το φύλλο –κοίτα-
Επάνω στο γυμνό κλαρί, που ένα θαύμα
Ακόμα το κρατάει κολλημένο
Αρνήσου με λοιπόν. Ας μην γεμίζει θλίψη
Η όμορφη ηλικία που ντροπαλό σου δίνει χρώμα
Κι εξακολουθεί παιδικές παρορμήσεις να φέρνει σε μένα
Πες μου εσύ αντίο γιατί εγώ δεν μπορώ να το πω
Το να πεθάνω δεν είναι τίποτα.
Το δύσκολο είναι να σε χάσω.
Umberto Saba (1883-1957)
12.
Από το παν έμειναν τρία πράγματα
Η βεβαιότης ότι το παν επρόκειτο ν’αρχίσει,
η βεβαιότης ότι έπρεπε να συνεχίσει,
η βεβαιότης ότι θα διακοπτόταν προτού ολοκληρωθεί.
Να φτιάξεις απ’την διακοπή ένα νέο μονοπάτι
Να φτιάξεις απ’την πτώση μια χορογραφία
από τον φόβο ένα σκαλοπάτι
από τ’ όνειρο μια γέφυρα
από την αναζήτηση να φτιάξεις μια συνάντηση
Fernando Pessoa (1888-1935)
13.
Ήταν μόνο ένα χαμόγελο ηλιόλουστο
Απ'αυτά που δεν στοιχίζουν τίποτα
Όταν τα προσφέρεις
Αλλά σαν φως του πρωινού
Της νύχτας το σκοτάδι έδιωξε
Κι έγινε η μέρα
Άξια να τη ζήσεις
F.Scott Fitzgerald (1896-1940)
14.Αράζοντας στο λιμάνι
Ευτυχής όποιος φτάνει στο λιμάνι
Πίσω του αφήνοντας θάλασσες, τρικυμίες
Τα όνειρά του έχουν πεθάνει
Ή δεν γεννήθηκαν ποτέ
Στης Μπρέμα την ταβέρνα κάθεται να πιεί
Κοντά στο τζάκι, την ησυχία του θα βρει.
Ευτυχής όποιος σαν σβησμένη φλόγα
Ευτυχής όποιος σαν άμμος σε ποταμού εκβολή
Έχει αφήσει το φορτίο του, μέτωπό έχει καθαρό
Δίπλα στο τζάκι ξαποσταίνει
Χωρίς να ελπίζει, να φοβάται ή να περιμένει
Αλλά στο ηλιοβασίλεμα το βλέμμα του καρφώνει.
Primo Levi (1919-1987)
15.Το χόμπυ των σονέτων
Αρχίζω πάλι ν’ακούω Μπαχ
Αρχίζω πάλι το χώμα να μυρίζω του κήπου
Αρχίζω να σκέφτομαι μυθιστορήματα, ποιήματα
Επιστρέφω στην σιωπή που ένα βροχερό πρωινό
Μπορεί και το καθιστά αφετηρία του μέλλοντος κόσμου
Pier Paolo Pasolini (1922-1975)
16.
Θα βρεθεί ένα χρώμα ακόμα,
Κάποιος τόνος κρυμμένος στις λέξεις,
Θα υπάρχει κλειδί για ν’ ανοίξει
Στον τεράστιο τοίχο εκείνη την πόρτα.
Θα υπάρχει κάποιο νησί πιο νότια ακόμα,
Μια χορδή πιο τεντωμένη, που θα πάλλεται
Μια θάλασσα που θα κολυμπά
Σε άλλα νερά πιο γαλανά
Μια νότα άλλη, πιο μελωδική.
Όψιμη ποίηση που δεν καταφέρνεις
Τα μισά απ’όσα γνωρίζεις να πεις
Μην σωπαίνεις όταν μπορείς και μην απαρνιέσαι
Το σώμα αυτό το τυχαίο και ανεπαρκές.
Josè Saramago (1922-2010)
17.
Χθες βράδυ στης χαρούμενης ταβέρνας το υπόγειο
Ένας άνδρας ρουφούσε το κρασί του
Με βακχική ηδονή σαν να μην ήμουν παρούσα
Το φουσκωμένο του λαρύγγι εγώ παρατηρούσα
Όλο κρασί και λησμονιά
Κι αναρωτήθηκα γιατί έν’αγκάθι ένοιωσα να έχω στην καρδιά
Χωρίς να’χω ζητήσει από τον Βάκχο συντροφιά.
Alda Merini (1931–2009)
Μετάφραση ποιημάτων: Λητώ Σεϊζάνη