Όλα τους τα προβλήματα λυμένα

Όλα τους τα προβλήματα λυμένα

Η ζήλεια ήταν ένα από τα συναισθήματα που ανίχνευε σπανιότατα μέσα στην ψυχή της. Δεν ένοιωθε ανταγωνιστικά προς τους γύρω της, δεν ήθελε ν’αποκτήσει όλα εκείνα που είχαν οι φίλες της και έλειπαν από την ίδια. Στο κάτω κάτω, αν το καλοσκεφτόταν, τι της έλειπε; Τίποτα. Είχε την υγεία της, το σπίτι της, την οικογένειά της. Ναι, τα είχε όλα. Mπορεί να μην ήταν κάτι εντυπωσιακό, μπορεί να ανήκε απλώς στον μέσο όρο, αλλά είχε γαλουχηθεί με εκφράσεις όπως «το χρήμα δεν φέρνει την ευτυχία» και άλλα τέτοια σοφά που όσο τετριμμένα κι αν ακούγονταν, αποδεικνύονταν πάντα αληθινά.

Από τη φύση της ήταν άνθρωπος ολιγαρκής, ευχαριστιόταν με τα μικροπράγματα, δεν είχε σπουδαίες φιλοδοξίες ούτε είχε θελήσει ποτέ ν’αλλάξει τον ρουν της Ιστορίας. Δεν είχε κάνει σταδιοδρομία, είχε προτιμήσει τον δρόμο της οικογένειας, είχε υπάρξει ανέκαθεν ένα ήρεμο στήριγμα για τους δικούς της, ένας κυματοθραύστης στις φουρτούνες της ζωής τους.

Όχι, η ζήλεια δεν είχε θέση στην ψυχή της.

Για ποιό λόγο, λοιπόν, όταν ήρθαν αυτοί οι καινούριοι στο διαμέρισμα της απέναντι πολυκατοικίας, άρχισε να αισθάνεται τόσο παράξενα;

Ίσως επειδή οι καινούριοι ήταν νέοι και ωραίοι. Ίσως επειδή το παιδάκι τους ήταν μωρό, στα πρώτα του βήματα, με τις φωνούλες του, με τα παιχνίδια του, με τις κρέμες που τις έφτυνε στο πάτωμα καθισμένο στην ψηλή του καρέκλα, μ’όλη εκείνη τη γλύκα που συνοδεύει τα πρώτα χρόνια ενός ανθρώπινου πλάσματος.

Ο δικός τους γιός είχε προ πολλού μεγαλώσει, περνούσε άγρια εφηβεία, μετά βίας τους έλεγε καλημέρα και κλεινόταν στο δωμάτιό του επί ώρες συντροφιά με τα αγαπημένα του ροκ συγκροτήματα που έκαναν το σπίτι να δονείται οργισμένα. Δεν υπήρχε καμμιά επικοινωνία, κανένα τρυφερό χάδι, καμμιά στιγμή χαράς. Αντίθετα, της δημιουργούσε ενοχές, πως κάτι είχε κάνει λάθος στην ανατροφή του, μάλλον το είχε παραχαϊδέψει το μοναχοπαίδι της. Σκεφτόταν πως ίσως αυτή η φάση να μην ήταν περαστική και την έπιανε ρίγος στην ιδέα. Λες να κατέληγε ένας ακόμη προβληματικός νέος, άεργος και άνεργος, κλεισμένος στο καβούκι του, χωρίς κοπέλλα και φίλους; Αντικοινωνικός, κολλημένος με καμμία περίεργη ακραία παράταξη, με καμμία αίρεση ή με κάποια άλλη τρέλλα; Ήξερε τόσες περιπτώσεις παιδιών που είχαν πάρει τον κακό δρόμο στην ίδια ηλικία του γιού της.

Ο εκνευρισμός μεταδιδόταν και στον άντρα της, ο οποίος όλο και πιο συχνά κατέφευγε στο σπίτι του καλύτερού του φίλου για να παίξει ένα τάβλι, να πιεί ένα ούζο, να φάει ένα σουβλάκι. Ήταν εμφανές πως κι εκείνος είχε ανάγκη να ξεδώσει, να φύγει απ’αυτή την ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα του σπιτιού τους. Ακολουθώντας τα στερεότυπα, ο σύζυγός της περνούσε με την σειρά του κρίση μέσης ηλικίας και αν δεν είχε κάνει τίποτα με καμμιά συνάδελφο στην δουλειά, σίγουρα είχε αρχίσει να κοιτάζει, στην αρχή διακριτικά, με την άκρη του ματιού του, στη συνέχεια πιο εμφανώς -χωρίς να νοιάζεται αν εκείνη θα πληγωνόταν ίσως-  όποια μικρότερη και ομορφότερη γυναίκα υπήρχε στον περίγυρο.

Με τους δυο άντρες της ζωής της να ζούνε ο καθένας στον κόσμο του, η ίδια έμενε αρκετές ώρες στο σπίτι με πολύ χρόνο στην διάθεσή της για να παρατηρεί τους απέναντι.

Η γυναίκα ήταν γύρω στα τριάντα, ψηλή, λεπτή, με μακριά μαλλιά, με κομψά ρούχα, σαν μοντέλο. Ο άντρας ήταν ευπαρουσίαστος κι αυτός, καμμιά δεκαριά χρόνια μεγαλύτερος από την σύζυγό του, την οποία κοιτούσε στα μάτια.

Όταν δεν έπαιζαν με το μωρό τους, κάθονταν οι δυο τους στη βεράντα, χαλαροί, ευτυχισμένοι, με τα ποτά τους, σαν τα ζευγάρια των διαφημίσεων που δεν έχουν καμμιά έγνοια στον κόσμο. Πραγματικά, έδειχναν να έχουν όλα τους τα προβλήματα λυμένα.

Εκείνος της χάϊδευε τα μακριά, ίσια μαλλιά, εκείνη τον φιλούσε στο λαιμό και έδειχναν ερωτευμένοι. Γελούσαν με τα δικά τους αστεία που δεν έφταναν μέχρι τ’αυτιά της αφού ένας δρόμος με αυτοκίνητα χώριζε τις δυο πολυκατοικίες και εμπόδιζε την μεταφορά του ήχου.

Η καθημερινότητά τους, όμως, έμοιαζε όμορφη, σε αντίθεση με την δική τους που ήταν γεμάτη νεύρα, μονοτονία, πλήξη και ανησυχία για το μέλλον.

Άρα, όσο κι αν ένα τέτοιο συναίσθημα δεν το καταδέχτηκε ποτέ, έπρεπε τώρα να ομολογήσει πως ένοιωθε ζήλεια.

Κι ακριβώς δεν θα τό’λεγε ζήλεια, μάλλον μια θλίψη ήταν ή πόνος, για κάτι που το είχες άλλοτε, μετά το έχασες και δεν θα μπορούσες ποτέ να το ξαναβρείς.

Γιατί βέβαια κάποτε είχε υπάρξει κι εκείνη νέα κι ωραία, με καλό σώμα και όχι με την τωρινή αντιαισθητική κυτταρίτιδα και το πεσμένο στήθος. Κάποτε ήταν και ο δικός της άντρας αδύνατος, πριν οι πολλές μπύρες του προσθέσουν αυτή τη χαρακτηριστική στρογγυλή και τσιτωμένη κοιλιά που δεν γινόταν να κρυφτεί κάτω από φαρδιά πουκάμισα. Κάποτε ήταν κι ο δικός τους γιος ένα γλυκό μωράκι που τους έκανε χαρούμενους και περήφανους με τα πρώτα του λογάκια.

Ο καιρός θα περνούσε και για τους απέναντι, και ποιός ξέρει τι θα έφερνε στον δρόμο τους ο πανδαμάτωρ χρόνος;

Έδιωχνε τις σκέψεις, τους κακούς συλλογισμούς, δεν ήθελε τίποτα άσχημο να συμβεί στους απέναντι, οι άγνωστοι αυτοί άνθρωποι δεν έφταιγαν που η ίδια δεν ήταν πλέον ευχαριστημένη απ’την ζωή της.

Καταβάλλοντας ψυχική υπερπροσπάθεια, τους ευχόταν νοερά να συνεχίσουν να είναι έτσι αγαπημένοι, να κάνουν κι άλλα παιδιά, ν’αποκτήσουν κι άλλες ανέσεις πέραν του μεγάλου τους διαμερίσματος, των δύο αυτοκινήτων, της οικιακής βοηθού και της νταντάς που φύλαγε μερικά βράδια το μωρό.

Εκείνη βέβαια δεν είχε τίποτε απ’όλ’αυτά στην ηλικία τους. Μόνη μεγάλωσε τον γιο της καθώς οι γονείς της ζούσαν πολύ μακριά σε άλλη πόλη και η πεθερά της είχε τα δικά της ενδιαφέροντα, τα εξωτικά ταξίδια της, για τα οποία δεν χαλάλιζε ούτε ένα βράδυ με τον εγγονό της. Όσο γι’αυτοκίνητα, είχαν ένα όλο κι όλο, ακόμα και σήμερα. Για οικιακή βοηθό ή για νταντά ούτε λόγος. Όλα μόνοι τους έπρεπε να τα κάνουν, κι όπου κι αν πήγαιναν έπαιρναν και το παιδί μαζί.

Της φαινόταν παράξενο που η απέναντι γυναίκα, ενώ είχε τόση βοήθεια, επέμενε να φτιάχνει το σπίτι μόνη της και να επιβλέπει την οικιακή βοηθό, στην οποία ουσιαστικά ανέθετε δευτερεύουσες δουλειές. Ήταν σαν να προτιμούσε να φέρνει εις πέρας η ίδια όλα τα δύσκολα και άχαρα καθήκοντα.

Πολύ νοικοκυρά αυτή η απέναντι. Κάθε πρωί έβγαζε όλα τα σεντόνια, τα μαξιλάρια, τις κουβέρτες και τα παπλώματα ν’αεριστούν, κάθε μέρα σκούπιζε, σφουγγάριζε, ξεσκόνιζε, έβαζε πλυντήριο, άπλωνε, σιδέρωνε. Και σιγά σιγά, τα βραδινά ποτά του ζευγαριού στο μπαλκόνι αντικαταστάθηκαν με πολλές ώρες συγυρίσματος, στις οποίες συμμετείχε και ο σύζυγος όταν γυρνούσε από τη δουλειά του.

Τα χρόνια περνούσαν και το παιδί των απέναντι μεγάλωνε και γινόταν ένα νευρικό, υστερικό, κλαψιάρικο αγοράκι που δεν είχε στιγμή ησυχίας. Η μητέρα σπανίως του απηύθυνε τον λόγο, έτσι απασχολημένη όπως ήταν με το νοικοκυριό. Με τις φωνές και τις τσιρίδες του προσπαθούσε εκείνο να προσελκύσει την προσοχή της μαμάς του. Αλλά εις μάτην. Η όμορφη εκείνη κοπέλα δεν έδειχνε να ενδιαφέρεται για τον ρόλο της μητέρας. Κάθε μέρα γινόταν όλο και πιο λεπτή, όλο και πιο αποστεωμένη, σαν σκελετός. Ήταν εμφανές ότι έπασχε από νευρική ανορεξία. Ήταν άραγε μια μικροβιοφοβία που την ωθούσε ν’ασχολείται όλη μέρα, από το πρωί ώς το βράδυ, με την καθαριότητα του σπιτιού της ή ίσως κάποια άλλη νεύρωση την καθιστούσε έτσι αεικίνητη κι ανικανοποίητη; Μήπως το αλλεργικό άσθμα του άντρα της την έβαζε να παλεύει με τη σκόνη εικοσιτέσσερις ώρες το εικοστετράωρο;

Η εικόνα που παρουσίαζε η οικογένεια των απέναντι ήταν θλιβερή ενώ από την άλλη πλευρά του δρόμου, τα πράγματα με την πάροδο του χρόνου είχαν αλλάξει.

Ο έφηβος γιός πέρασε τη φάση του, εκτονώθηκε με τη ροκ μουσική, με τα τατουάζ στο μπράτσο και με τον κρίκο στη μύτη οπότε κάποια στιγμή γύρισε την πλάτη σε όλ’αυτά και έγινε υπόδειγμα φοιτητή. Ο πατέρας αποφάσισε ν’ακολουθήσει τη συμβουλή του καλύτερού του φίλου και να γραφτεί σε γυμναστήριο για ν’αποκτήσει ένα κορμί τουλάχιστον υποφερτό. Έκοψε τις πολλές μπύρες και τα σουβλάκια και άρχισε να τρώει πιο υγιεινά. Οι νεότερες γυναίκες εξακολουθούσαν να του αρέσουν αλλά δήλωνε με κάθε ευκαιρία πως η δική του ήταν πάντα η ομορφότερη και η καλύτερη απ’όλες.

Όσο για εκείνην την ίδια, καμμιά φορά απορούσε πώς είχε κάποτε αισθανθεί μέσα της τσιμπιές φθόνου για την άλλη οικογένεια.

Κείμενο & Φωτογραφία: Λητώ Σεϊζάνη


Εκτύπωση   Email