Μια χριστουγεννιάτικη ιστορία που η διάσημη συγγραφέας Σέλμα Λάγκερλεφ είχε ακούσει από την γιαγιά της.
Όταν ήμουν πέντε χρονών πήρα μια πολύ μεγάλη λύπη! Δεν νομίζω να πήρα άλλη τόσο μεγάλη λύπη ποτέ ξανά.
Ήταν όταν πέθανε η γιαγιά μου. Μέχρι εκείνη την στιγμή, η γιαγιά μου πάντα καθόταν στον γωνιακό καναπέ του δωματίου της και έλεγε ιστορίες.
Θυμάμαι ότι η γιαγιά έλεγε τη μια ιστορία μετά την άλλη από το πρωί ως το βράδυ, κι εμείς τα παιδιά καθόμασταν δίπλα της, σχεδόν ακίνητα, και την ακούγαμε. Ήταν μια υπέροχη ζωή! Κανένα άλλο παιδί δεν ζούσε τόση ευτυχία όσο εμείς.
Δεν έχω πολλές αναμνήσεις από την γιαγιά μου. Θυμάμαι ότι είχε πολύ ωραία άσπρα χιονάτα μαλλιά και ότι περπατούσε σκυφτή και ότι πάντα καθόταν και έπλεκε μια κάλτσα.
Και θυμάμαι επίσης πως όταν τέλειωνε μια ιστορία, έβαζε το χέρι της πάνω στο κεφάλι μου και έλεγε: «Κι όλα αυτά έγιναν στ’αληθινά, τόσο αληθινά όπως σε βλέπω και με βλέπεις».
Θυμάμαι επίσης ότι έλεγε τραγούδια αλλά αυτό δεν ήταν κάτι που έκανε κάθε μέρα. Ένα από τα τραγούδια ήταν για έναν ιππότη και ένα ξωτικό της θάλασσας, και το ρεφραίν του έλεγε: «Φυσάει ένας αέρας κρύος στη θάλασσα, πολύ κρύος».
Ύστερα θυμάμαι μια μικρή προσευχή που μου είχε μάθει, κι έναν στίχο από κάποιον ύμνο.
Από όλες εκείνες τις ιστορίες που μου είχε πει, έχω μια θαμπή και αποσπασματική ανάμνηση.
Μόνο μια θυμάμαι τόσο καλά που να είμαι σε θέση να την επαναλάβω. Είναι μια μικρή ιστορία για την γέννηση του Ιησού.
Αυτά είναι, λοιπόν, όλα όσα μπορώ να φέρω στο μυαλό μου σχετικά με τη γιαγιά μου, εκτός βέβαια από εκείνο που θυμάμαι πιο έντονα. Δηλαδή την μεγάλη μου μοναξιά όταν πέθανε.
Θυμάμαι το πρωί που ο γωνιακός καναπές έμεινε άδειος και τις στιγμές που αδυνατούσα να καταλάβω πώς θα περνούσαν οι μέρες. Αυτό το θυμάμαι. Αυτό δεν θα το ξεχάσω ποτέ!
Κι επίσης έχω συγκρατήσει ότι εμάς τα παιδιά μας έφεραν μπροστά να φιλήσουμε το χέρι της νεκρής και ότι φοβόμασταν να το κάνουμε. Αλλά τότε κάποιος μας είπε πως ήταν η τελευταία φορά που μπορούσαμε να ευχαριστήσουμε την γιαγιά για όλες τις ωραίες στιγμές που μας είχε προσφέρει.
Και θυμάμαι πώς οι ιστορίες και τα τραγούδια έφυγαν με άμαξα από την αγροικία, κλείστηκαν σε ένα μαύρο μακρύ φέρετρο και δεν ξαναγύρισαν ποτέ πίσω.
Θυμάμαι πως κάτι χάθηκε απ’τη ζωή μας. Ήταν λες και η πόρτα σε έναν όμορφο, μαγεμένο κόσμο –όπου πριν είχαμε το ελεύθερο να μπαινοβγαίνουμε- είχε κλείσει. Και δεν υπήρχε πια κανείς που να ήξερε πώς ανοίγει αυτή η πόρτα.
Και θυμάμαι ότι, σιγά σιγά, εμείς τα παιδιά μάθαμε να παίζουμε με κούκλες και με παιχνίδια, και να ζούμε σαν τα άλλα παιδιά. Και ήταν σαν να μην μας έλειπε πια η γιαγιά μας, σαν να μην την θυμόμασταν πια.
Αλλά ακόμα και σήμερα—σαράντα χρόνια μετά—όπως κάθομαι εδώ και συγκεντρώνω τους μύθους για τον Χριστό, αυτούς που άκουσα πέρα στην Ανατολή, ξυπνάει μέσα μου η μικρή ιστορία της γέννησης του Ιησού, που μου έλεγε η γιαγιά μου και αισθάνομαι την ανάγκη να την διηγηθώ κι εγώ ακόμα μια φορά και να την συμπεριλάβω στη συλλογή μου.
Ήταν Χριστούγεννα κι όλοι είχαν πάει με αμάξια στην εκκλησία εκτός από την γιαγιά κι από μένα. Πιστεύω ότι ήμασταν ολομόναχες στο σπίτι. Δεν μας είχαν επιτρέψει να πάμε μαζί τους γιατί η μια ήταν πάρα πολύ μεγάλη κι η άλλη πάρα πολύ μικρή. Κι ήμασταν λυπημένες και οι δυο μας, γιατί δεν μας είχαν πάρει στην πρωινή λειτουργία ν’ακούσουμε τα τραγούδια και να δούμε τα χριστουγεννιάτικα κεριά.
Μα όπως καθόμασταν εκεί, στην μοναξιά μας, η γιαγιά άρχισε να λέει μια ιστορία.
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας άνθρωπος που βγήκε έξω στην σκοτεινιά της νύχτας για να ζητήσει αναμμένα κάρβουνα να φτιάξει μια φωτιά.
Πήγαινε από καλύβα σε καλύβα και χτυπούσε τις πόρτες. «Φίλοι μου, βοηθήστε με!» έλεγε. «Η γυναίκα μου μόλις γέννησε ένα μωρό, και πρέπει ν’ανάψω μια φωτιά για να ζεστάνω εκείνην και το μικρό».
Αλλά ήταν νύχτα βαθειά και όλοι κοιμόντουσαν. Κανείς δεν του απάντησε.
Ο άνθρωπος προχωρούσε και προχωρούσε. Στο τέλος είδε την λάμψη μιας φωτιάς κάπου μακριά. Πήγε προς αυτή την κατεύθυνση και είδε ότι η φωτιά έκαιγε στην ύπαιθρο. Πολλά πρόβατα κοιμούνταν γύρω απ’τη φωτιά κι ένας γερο-βοσκός καθόταν και φύλαγε το κοπάδι.
Όταν ο άνθρωπος που ήθελε ν’ανάψει φωτιά έφτασε στα πρόβατα, είδε τρία μεγάλα τσοπανόσκυλα να κοιμούνται στα πόδια του βοσκού. Και τα τρία ξύπνησαν όταν πλησίασε ο άνθρωπος κι άνοιξαν τα μεγάλα τους σαγόνια σαν να ήθελαν να γαυγίσουν. Αλλά δεν ακούστηκε ούτε κιχ. Ο άντρας πρόσεξε ότι οι τρίχες στην πλάτη των σκυλιών ανασηκώθηκαν και ότι τα κοφτερά άσπρα δόντια τους έλαμψαν στο φως της πυράς. Όρμηξαν καταπάνω του.
Ένοιωσε ένα απ’τα σκυλιά να του δαγκώνει το πόδι, ένα άλλο το χέρι του και ένα τρίτο να τον πιάνει απ’το λαιμό. Αλλά τα σαγόνια και τα δόντια τους δεν τα υπάκουαν, και ο άνθρωπος δεν έπαθε τίποτα.
Τώρα ο άνθρωπος ήθελε να προχωρήσει παραπέρα για να πάρει αυτό που χρειαζόταν. Αλλά τα πρόβατα ήταν ξαπλωμένα πλάτη με πλάτη, τόσο κοντά το ένα στο άλλο που δεν μπορούσε να περάσει ανάμεσά τους. Και τότε ο άνθρωπος πάτησε πάνω στις πλάτες τους και πέρασε από πάνω τους κι έφτασε στη φωτιά. Ούτε ένα από τα ζώα δεν ξύπνησε, ούτε ένα δεν κουνήθηκε.
Όταν ο άνθρωπος είχε σχεδόν φτάσει στην φωτιά, ο βοσκός γύρισε και τον κοίταξε. Ήταν ένας αγριωπός γέρος, εχθρικός και τραχύς προς τους ανθρώπους. Κι όταν είδε τον ξένο να πλησιάζει, άρπαξε την μακριά του γκλίτσα με τα καρφιά, που την κρατούσε πάντα όταν φύλαγε το κοπάδι του, και την πέταξε προς το μέρος του. Η γκλίτσα ήρθε καταπάνω του αλλά προτού τον πετύχει, άλλαξε κατεύθυνση, στράφηκε προς την άλλη πλευρά, πέρασε ξυστά δίπλα του και έπεσε πέρα μακριά στο λιβάδι.
Τότε ο άνθρωπος πλησίασε τον βοσκό και του είπε: «Καλέ μου άνθρωπε, βοήθησέ με και δώσε μου λίγη φωτιά! Η γυναίκα μου μόλις γέννησε ένα μωρό και πρέπει ν’ανάψω μια φωτιά να ζεστάνω εκείνη και το μικρό».
Ο βοσκός ήθελε να πει όχι αλλά όταν σκέφτηκε πώς τα σκυλιά του δεν είχαν καταφέρει να πειράξουν τον άνθρωπο, πώς τα πρόβατα δεν τον είχαν φοβηθεί και πώς η γκλίτσα δεν είχε θελήσει να τον χτυπήσει, ένοιωσε κάποιο φόβο και δεν τόλμησε να αρνηθεί στον άνθρωπο αυτό που ζητούσε.
«Πάρε όσα κάρβουνα θέλεις!» είπε στον άνθρωπο.
Αλλά η φωτιά είχε σβήσει σχεδόν. Δεν είχαν μείνει ούτε κούτσουρα ούτε κλαδιά, μόνο ένας μεγάλος σωρός από αναμμένα κάρβουνα, και ο ξένος δεν είχε ούτε φτυάρι ούτε τίποτα για να κουβαλήσει τα πυρωμένα κατακόκκινα κάρβουνα.
Όταν ο βοσκός το παρατήρησε, είπε ξανά: «Πάρε όσα θέλεις!» Και χάρηκε που ο άνθρωπος δεν θα μπορούσε να του πάρει τα κάρβουνα.
Αλλά ο άνθρωπος στάθηκε δίπλα στη φωτιά και άρχισε να μαζεύει κάρβουνα μέσα απ’τις στάχτες με γυμνά χέρια και να τα βάζει μέσα στο πανωφόρι του. Και τα χέρια του δεν τσουρουφλίστηκαν καθώς τα έπιανε, ούτε το πανωφόρι του κάηκε από τα κάρβουνα. Ο ξένος τα μάζευε σαν να ήταν καρύδια ή μήλα.
Κι όταν ο βοσκός, που ήταν τόσο κακός και σκληρόκαρδος τα είδε όλ’αυτά, άρχισε να απορεί και να σκέφτεται. Τι νύχτα ήταν αυτή που τα σκυλιά δεν δαγκώνουν, τα αρνιά δεν φοβούνται, η γκλίτσα δεν σκοτώνει, η φωτιά δεν καίει; Φώναξε τον ξένο και τον ρώτησε: «Τι νύχτα είν’αυτή; Πώς γίνεται όλα τα πράγματα να δείχνουν συμπόνοια σε σένα;»
Ο άνθρωπος τότε απάντησε: «Εγώ δεν μπορώ να σου το πω αν εσύ ο ίδιος δεν το βλέπεις». Και ήθελε να γυρίσει πίσω μετά απ’αυτό, για να φτιάξει γρήγορα μια φωτιά να ζεστάνει τη γυναίκα του και το παιδί του.
Όμως ο βοσκός δεν ήθελε να χάσει απ’τα μάτια του τον άνδρα προτού να μάθει τι προοιωνίζονταν όλ’αυτά. Σηκώθηκε κι ακολούθησε τον άνδρα μέχρι που έφτασαν στο μέρος όπου έμενε.
Τότε ο βοσκός είδε ότι ο άνδρας δεν είχε ούτε καλύβι να μείνει κι ότι η γυναίκα και το μωρό βρίσκονταν σε μια σπηλιά στο βουνό όπου δεν υπήρχε τίποτα εκτός από τους κρύους και γυμνούς βράχους στα τοιχώματα.
Ο βοσκός σκέφτηκε ότι το φτωχό αθώο παιδάκι θα πάγωνε απ’το κρύο μέσα σ’εκείνο το σπήλαιο. Και παρ’όλο που ήταν άνθρωπος σκληρός, συγκινήθηκε και θέλησε να βοηθήσει. Έτσι άνοιξε τον σάκκο που είχε στον ώμο του, έβγαλε από μέσα μια μαλακή προβιά, την έδωσε στον ξένο και του είπε να βάλει το παιδάκι να κοιμηθεί πάνω σ’αυτήν.
Κι αμέσως μόλις έδειξε ότι ακόμα κι αυτός μπορούσε να νοιώσει συμπόνοια, τα μάτια του άνοιξαν και είδε ό,τι δεν είχε καταφέρει να δει ως τώρα, και ν’ακούσει ό,τι δεν είχε καταφέρει ν’ακούσει ως τώρα.
Είδε ολόγυρά του να στέκονται σε κύκλο μικρά αγγελούδια με ασημένια φτερά. Καθένα κρατούσε ένα έγχορδο μουσικό όργανο και όλα μαζί έψαλαν δυνατά λέγοντας πως απόψε γεννήθηκε ο Σωτήρας που θα λυτρώσει τους ανθρώπους από τα αμαρτήματά τους.
Τότε κατάλαβε γιατί όλα εκείνη τη νύχτα ήταν τόσο ευτυχή και δεν ήθελαν να κάνουν κακό.
Και τ’αγγελάκια δεν βρίσκονταν μόνο γύρω απ’τον βοσκό, τα έβλεπε παντού. Κάθονταν μέσα στο σπήλαιο, κάθονταν έξω στο βουνό, πετούσαν στους ουρανούς. Έρχονταν παραταγμένα σε μεγάλες στρατιές και καθώς περνούσαν στέκονταν και έριχναν το βλέμμα τους προς το παιδί.
Υπήρχε κάτι τόσο γιορτινό, τόση χαρά, τόσα τραγούδια και παιχνίδια! Κι όλ’αυτά τα έβλεπε μέσα στην σκοτεινιά της νύχτας ενώ πριν δεν μπορούσε να διακρίνει τίποτα. Ήταν τόσο ευτυχισμένος που είχαν ανοίξει τα μάτια του, ώστε έπεσε στα γόνατα και ευχαρίστησε τον Θεό.
Αυτό που είδε ο βοσκός μπορούμε να το δούμε κι εμείς γιατί οι άγγελοι κατεβαίνουν απ’τους ουρανούς κάθε Παραμονή Χριστουγέννων, αν εμείς μπορούμε να τους δούμε.
Πρέπει να το θυμάσαι αυτό, γιατί έγινε στ’αληθινά όπως σε βλέπω και με βλέπεις. Δεν σου το αποκαλύπτει το φως της λάμπας ή των κεριών, και δεν εξαρτάται από τον ήλιο ή το φεγγάρι. Το μόνο που χρειαζόμαστε είναι να έχουμε μάτια για να βλέπουμε την δόξα του Θεού.
Μετάφραση: Λητώ Σεϊζάνη
Πρώτη δημοσίευση: www.peopleandideas.gr
Φωτογραφίες: Λητώ Σεϊζάνη