Το ΓΚΙΑΚ του Δημοσθένη Παπαμάρκου είναι ένα «ευτυχισμένο» βιβλίο. Έχει εκδοθεί από δυο διαφορετικούς εκδοτικούς οίκους, έχει μεταφραστεί, έχει βραβευτεί και έχει πουλήσει σχεδόν 40.000 αντίτυπα, αριθμός μεγάλος για τα δεδομένα της ελληνικής εκδοτικής αγοράς!
Στην παλαιότερη συλλογή διηγημάτων, την «ΜεταΠοίηση»(ΚΕΔΡΟΣ, 2012), το σύμπαν του Παπαμάρκου δεν ήταν απολύτως ξεκάθαρο, καθώς λοξοκοίταζε ακόμη προς το είδος των ghost stories. Στο «ΓΚΙΑΚ» (ΑΝΤΙΠΟΔΕΣ 2014, ΠΑΤΑΚΗΣ 2020) είναι οι ιστορίες από τους γέροντες του χωριού, παππούδες και γιαγιάδες που διασώζουν μνήμες, μύθους και θρύλους που πρωταγωνιστούν. Η αλληλουχία μνήμης-μεταμνήμης γίνεται πιο εύκολα κατανοητή αν αναλογιστούμε ότι σε μια κλειστή κοινωνία, πολύ πριν την έλευση της τηλεόρασης και σαφώς πριν το ίντερνετ, όταν και το ραδιόφωνο ακόμη ήταν είδος πολυτελείας, οι μακριές νύχτες του χειμώνα και οι σπάνιες ώρες της σχόλης ολοχρονίς, γέμιζαν με αφηγήσεις ιστοριών, ειδικά από τους γεροντότερους. Ιστορίες που άκουσε ο ίδιος ο συγγραφέας ή που έπλασε με τον τρόπο που ο Θανάσης Βαλτινός μπλέκει στην συγγραφή του, σε βαθμό δυσδιάκριτο, το πραγματικό γεγονός με τη μυθοπλασία.
Τα διηγήματα του βιβλίου εδράζουν σε μια περιοχή με αναγνωρίσιμες γεωγραφικές συντεταγμένες κι αν υπάρχει ένα χρώμα που να τα χαρακτηρίζει αυτό είναι το κόκκινο. Του αίματος. Τους πρωταγωνιστές των ιστοριών ενώνει ο τόπος, η γλώσσα και το αίμα, το χυμένο και το συγγενικό, οι δεσμοί αίματος δηλαδή. Κομβικά σημεία στις ζωές των ηρώων του Παπαμάρκου η ανέχεια, η σκληρή καθημερινότητα και η στρατιωτική θητεία που για τους περισσότερους από αυτούς είναι « το μοναδικόν της ζωής τους ταξίδιον». Μόνο που η θητεία στην οποία αναφέρονται δεν ήταν μια συνηθισμένη στρατιωτική θητεία αλλά συμμετοχή στην εκστρατεία στη Μικρά Ασία. Αφηγήσεις γερόντων που κάποτε πολέμησαν στη Μικρά Ασία και που τα τραύματα τους, φανερά ή κρυφά, κουβάλησαν πίσω. Αυτά τα τραύματα τους ακολουθούν σε όλη την υπόλοιπη ζωή τους, οριοθετούν και επαναπροσδιορίζουν τη σχέση τους με την οικογένεια, τους συγγενείς και τη κοινωνία του χωριού.
Τραχύς ο λόγος του Παπαμάρκου, όπως το χώμα που πατάνε οι ήρωές του, με έντονη χρήση της αρβανίτικης ντοπιολαλιάς, συγκρατημένα συναισθηματικός, τόσο που ένας θα τον χαρακτήριζε στεγνό, γυμνός από λυρικά ξεσπάσματα και φλύαρες περιγραφές τοπίων, αντίθετα λεπτομερής με ψυχραιμία χειρουργού όταν μπήγει το νυστέρι στην πληγή που κακοφορμίζει. Ο πόλεμος, ο παραλογισμός του, το αίμα ενόχων και αθώων, ρέει σε όλες τις αφηγήσεις αυτών που γύρισαν ζωντανοί στο χωριό. Αυτό το αίμα που έχει στοιχειώσει τη μνήμη τους και που η αλήθεια του τρυπάει κόκκαλα. Ζώντων και τεθνεώτων.
Αν ψάχνετε λοιπόν για ρομαντικές ιστορίες με σχοινοτενείς περιγραφές τοπίων, αναλύσεις συναισθημάτων και αίσιον τέλος, λυπούμεθα ο Δημοσθένης Παπαμάρκου δεν είναι η περίπτωσή σας!
Κείμενο :Μαριάννα Καραβασίλη