Ο Lionel Scott ήταν σύγχρονος Άγγλος φιλέλληνας, μελετητής του Ηρόδοτου. Στο κείμενο που ακολουθεί καταπιάνεται μ’ένα διασκεδαστικό θεατρικό έργο, την «Βαβυλωνία» του Δημητρίου Βυζαντίου. Όσοι δεν το έχετε διαβάσει ή δεν το έχετε δει στο θέατρο, αξίζει να το αναζητήσετε. Ο Βυζάντιος (1790-1853) γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και πήρε μέρος στην Επανάσταση. Επί Όθωνος αφοσιώθηκε στη συγγραφή και στην αγιογραφία. Έγραψε πολλές κωμωδίες στις οποίες σατίριζε τα τρωτά της τότε κοινωνίας. Πιο διάσημη απ’όλες η «Βαβυλωνία», η οποία πραγματεύεται την αδυναμία των Ελλήνων να συνεννοηθούν μεταξύ τους λόγω των διαφορετικών διαλέκτων που μιλά ο καθένας τους.
Εδώ και μερικούς μήνες διαβάζω, με την βοήθεια του Έλληνα φίλου μου, του Χρυς, την δεύτερη εκδοχή (1840) της «Βαβυλωνίας» του Δημητρίου Βυζαντίου, ένα θαυμάσιο, αστείο έργο. Συναντιόμαστε κάθε βδομάδα για μια-δυο ώρες και δεν σταματούσαμε ούτε στιγμή να γελάμε. «Δεν σας καταλαβαίνω, γιατί δεν μου μιλάτε Ελληνικά;» Και η απάντηση «μα βεβαίως, εγώ μιλάω Ελληνικά». Κάθε σκηνή αντανακλά όχι μόνο τις γλωσσολογικές διαφορές που υποδηλώνει ο τίτλος του έργου, μα επίσης μια πραγματική αντίληψη για την ανθρώπινη φύση, και το ένστικτο ενός δραματουργού για δραματικές και σ’αυτή την περίπτωση, χιουμοριστικές καταθέσεις.
Νάτος ο Ανατολίτης από την Καισάρεια, με τα «δεδίμ» και τα «πιπέρι μιπέρι», που ψάχνει «το λοκάντα», ό,τι κι αν είναι αυτό. Όταν ο ξενοδόχος του προσφέρει κιοφτέδες και γιουβαρλάκια, τον καταλαβαίνει καλά. Όταν όμως του προσφέρει βραστό βοδινό, απαντά «Εγώ άρρωστο ντεν είμαι». Από τα Επτάνησα έχουμε τον Αστυνόμο που «εξαμινάρει» τους μάρτυρες, αν είναι «κάζο πενσάτο», δηλαδή εκ προμελέτης, και κάνει λογοπαίγνια με τα ονόματά τους. Πρέπει να τους ακούσουμε με προσοχή, γιατί ο ένας τουρκοελληνίζει κι ο άλλος ιταλοελληνίζει. Και τι ήταν το κάζο; Πενσάτο ή όχι; Πρόκειται για τη διαφορά μεταξύ του Αλβανού και του Κρητικού, όταν ο δεύτερος παραπονιέται ότι ο πρώτος έφαγε τα «κουράδια» του. Για τον Κρητικό σημαίνει πρόβατα, για τον Αρβανίτη κάτι πιο προσωπικό και λιγότερο ευχάριστο, και λύνει το πρόβλημα πυροβολώντας τον Κρητικό με το πιστόλι του. Τώρα έρχεται ο Λογιώτατος που παρεξαττικίζει τους παλαιούς αττικοφώνους, ακόμη και τον Αριστοτέλη. Ο ξενοδόχος είναι είτε πολύ καλός στην αριθμητική είτε πολύ κακός, επειδή παρουσιάζει στους πελάτες του έναν πελώριο λογαριασμό. Στην τέταρτη σκηνή, επιδεξίως γραμμένη «δια στίχων», όπως γράφει ο ίδιος ο Βυζάντιος, συναντούμε τον αμαθή Ιατρό και την καθολική θεραπεία του, το κλύσμα (που το ονομάζει σερβιτσιάλι). Ας μην ξεχάσουμε και τον Μωραϊτη που θέλει «την εφημερίς της Ελλάς», και τον Κύπριο (τον Κύππριο;) και την πιστή Κανέλλα με την συντρόφισσά της, τη Γαρούφω. Το έργο είναι, όπως λέμε στα αγγλικά, a laugh a minute (ένα γέλιο κάθε λεπτό).
Από μια άποψη το έργο είναι ένας μικρόκοσμος της ελληνικής ιστορίας πριν από το 1832. Ελληνόφωνες κοινότητες σε όλη τη Μεσόγειο κράτησαν γλωσσική ανεξαρτησία παρά την τουρκοκρατία και την επιρροή της γαλλικής και της ιταλικής. Μα χωρίς πανελλήνια –παν-ρωμαϊκή μάλλον- φιλολογία, ήταν αναπόφευκτο ότι κάθε κοινότητα θα ανέπτυσσε τη δική της διάλεκτο. Έπρεπε να έρθει η απελευθέρωση και η δημιουργία ενός ελληνικού κράτους που χρειάστηκε μια κατανοητή γλώσσα για τους νόμους του, καθώς και η επιρροή των λογοτεχνικών μορφών και των εφημερίδων, για να φέρει ομοιογένεια στη γλώσσα.
Τα Ελληνικά ήταν πάντα μια ελαστική γλώσσα. Να διαβάσετε αποσπάσματα του ποιητή από την Έφεσο, του Ιππώνακτος, γύρω στο 525 π.Χ. Ήξερε λέξεις από τους γείτονές του, τους Λυδούς και τους Φρύγες. Έγραφε καύης (ιερεύς), δούμος (συντροφιά γυναικών) και πάλμυς (σουλτάνος). Ή τον Ηρόδοτο με την ιωνική του διάλεκτο. Έγραφε «καταφυγγάνω» (φεύγω) και «λάσθη» (χλευασμός, προσβολή).
Και σήμερα; Έχουμε ως επί το πλείστον ξεχάσει τα τούρκικα, αλλά τα αμερικάνικα; Σε πέντε λεπτά που θα χρειαστώ μια πληροφορία, θα τη γκουγκλάρω. Γκουγκλάρω; Τι είδος ελληνικού λόγου εστίν τούτο; θα έλεγε ο Αριστοτέλης.
Τέλος ευχαριστώ θερμά την Λητώ Σεϊζάνη για τις ευγενικές συμβουλές και τις διορθώσεις της κι ας μην τις αποδέχομαι πάντα. Μα κι εγώ ο ίδιος, ίσως γράφω σε μια ιδιαίτερη διάλεκτο της ελληνικής. Μόνο ελπίζω να μην φαφλάτισα κουταμάρες.
Lionel Scott