Για όσους αγαπούν την Ιστορία και μισούν τον πόλεμο

Για όσους αγαπούν την Ιστορία και μισούν τον πόλεμο

«Διάβασα Iστορία, λιγάκι από υποχρέωση, αλλά δεν έχει τίποτα να μου πει που δεν θα με στενοχωρήσει ή δεν θα με ενοχλήσει. Καυγάδες παπών και βασιλέων, πόλεμοι και λοιμοί καλύπτουν κάθε σελίδα. Όλοι οι άντρες άχρηστοι και σχεδόν καμμία γυναίκα πουθενά -είναι πολύ κουραστικό. Συχνά σκέφτομαι γιατί είναι τόσο βαρετή όταν μεγάλο μέρος της πρέπει να είναι επινόηση.» Τζέϊν Ώστεν, Northanger Abbey.

Πώς να διαφωνήσεις με τα λόγια της Τζέϊν Ώστεν, ακόμα κι αν δεν είσαι γυναίκα; Οι άντρες έγραψαν την Ιστορία. Συνηθισμένοι από τη φύση τους να κυνηγούν και να πολεμούν, διατήρησαν δια μέσου των αιώνων τον βίαιο και επεκτατικό τους χαρακτήρα, ακόμα και σήμερα που δεν χρειάζεται να σκοτώσουν άγρια ζώα για να εξασφαλίσουν το καθημερινό τους φαγητό.


Τα τρία βιβλία που παρουσιάζονται εδώ, αν και δεν είναι καθόλου βαρετά, θα μας κάνουν και πάλι να σκεφτούμε προς τί τόσος πόνος, τόση καταστροφή, τόσοι νεκροί, τόσοι τραυματίες, τόσοι αιχμάλωτοι; Η ειρηνική μας φύση θα επαναστατήσει διαβάζοντας την αληθινή ιστορία του Λοχία Bourgogne, το χρονικό όλων των μαχών του ελληνο-ιταλικού πολέμου από την πέννα του Τερζάκη καθώς και την ανθρώπινη διήγηση ενός αιχμαλώτου όπως την κατέγραψε ο Στρατής Δούκας.

Το πρώτο βιβλίο, Οι αναμνήσεις του Λοχία Bourgogne, είναι τα απομνημονεύματα ενός στρατιώτη του Ναπολέοντος μετά την εκστρατεία στη Ρωσία το 1812. Πρόκειται για το μοναδικό ντοκουμέντο ενός αυτόπτη μάρτυρα που αφηγείται την κατάκτηση της Μόσχας, τις πολλές μάχες στη συνέχεια, την επιστροφή της αποδεκατισμένης στρατιάς στην πατρίδα μετά από μια Οδύσσεια που ξεπερνά κάθε φαντασία.
Το δεύτερο βιβλίο είναι η εποποιία στα βουνά της Αλβανίας μερικών χιλιάδων Ελλήνων στρατιωτών, ακατάλληλα εξοπλισμένων αλλά πάντοτε ηρωικών, απέναντι στα επεκτατικά σχέδια και την μεγαλομανία του Μουσσολίνι. Το έπος μέσα στα χιόνια του πιο άγριου χειμώνα γράφτηκε από στρατιώτες και αξιωματικούς που πολέμησαν με λύσσα απέναντι σε θεωρητικά ανώτερους εχθρούς.
Τέλος, το αφήγημα του Στρατή Δούκα έχει θέμα μια ακόμα ιστορία σαν εκείνη του Βενέζη στο Νούμερο 31328. Ένας Έλληνας της Μ.Ασίας που πιάστηκε αιχμάλωτος από τους Τούρκους το '22 και κατάφερε να γλυτώσει.

Γενναιότης, εφευρετικότης και τύχη στον μέγιστο βαθμό, αυτά είναι τα κύρια στοιχεία των απομνημονευμάτων του Bourgogne. Πολύ κρέας αλόγου, πολλοί πεθαμένοι και ετοιμοθάνατοι σε κάθε σελίδα.
"Όσοι έζησαν αυτήν την αξιοδάκρυτη και ταυτόχρονα ένδοξη εκστρατεία απέδειξαν, όπως είπε ο Αυτοκράτωρ, ότι ήταν φτιαγμένοι από σίδερο για ν'αντέξουν τόσες στερήσεις και τόση μιζέρια. Αυτή ήταν σίγουρα η μεγαλύτερη δοκιμασία στην οποία εξετέθησαν ποτέ άνθρωποι".
"Είναι αδύνατον να περιγράψω όλα τα βάσανα, τις αγωνίες, τις σκηνές εγκατάλειψης που είδα και που έζησα, ούτε όσες έμελε ακόμα να δω και να αντέξω. Άφησαν βαθιές και τρομερές αναμνήσεις που δεν τις ξέχασα ποτέ".
"Οι δρόμοι έμοιαζαν πεδίο μάχης, υπήρχαν τόσα πτώματα. Αλλά καθώς το χιόνι έπεφτε διαρκώς, η φρίκη απ'αυτό το θέαμα μαλάκωνε. Είχαμε εξ άλλου χάσει κάθε αίσθηση λύπησης. Ήμασταν αναίσθητοι ακόμα και προς τα δικά μας μαρτύρια, πόσο μάλλον προς εκείνα των άλλων. Κανείς δεν άκουγε τους άνδρες που έπεφταν εκλιπαρώντας για βοήθεια".
Οι στρατιώτες του Ναπολέοντα οδηγούνταν στην τρέλλα από την κούραση, από την εξάντληση. Οι σύντροφοί τους καταλάβαιναν πως πλησίαζε το τέλος τους όταν ορισμένοι καταλαμβάνονταν από "το γέλιο του θανάτου".
Μέσα σ'όλες τις κακουχίες υπήρχε όμως και φοβερή αυτοθυσία προς τους πιο αδύναμους συνοδοιπόρους τους. Οι περισσότεροι από αυτούς τους άνδρες είχαν ακολουθήσει τον Ναπολέοντα, -για τον οποίον έτρεφαν μια απίστευτη λατρεία- σε όλες του τις εκστρατείες. Όπως ο Μ.Μελλέ, της φρουράς των δραγώνων, που πήρε μέρος το 1806 και 1807 σε Πρωσία και Πολωνία, 1808 στην Ισπανία, 1809 στην Γερμανία, 1811 και 1812 στην Ισπανία, 1812 στην Ρωσία, 1813 στην Σαξωνία και 1814 στην Γαλλία.
Στρατιώτες σκληροτράχηλοι πέθαιναν φωνάζοντας "ζήτω ο Ναπολέων!", στρατιωτικοί επαγγελματίες που στη συνέχεια αναζητώντας απασχόληση, πολέμησαν στο πλευρό των Ελλήνων για την απελευθέρωση από τον οθωμανικό ζυγό, αλλά και στο πλευρό των Οθωμανών μερικοί ως μισθοφόροι. 

Μέσα στο κρύο, στο χιόνι, στην πείνα, στις αρρώστιες, στον φόβο, όπως τα περιγράφει πολύ γλαφυρά ο Αντριέν Ζαν Μπαπτίστ Φρανσουά Bourgogne, γιός υφασματέμπορου από το Condé-sur-Escaut, υπάρχουν και κάποιες συγκινητικές ιστορίες, όπως εκείνη του σκύλου Μουτόν που ακολουθούσε το στράτευμα. "Ο Μουτόν ήταν μαζί μας από το 1808. Τον βρήκαμε στην Ισπανία, κοντά στην Μποναβεντούρα, στις όχθες ενός ποταμού όπου οι Άγγλοι είχαν κόψει τη γέφυρα. Το 1809 πήρε μέρος στις μάχες του Essling και του Wagram. Στη συνέχεια γύρισε στην Ισπανία το 1810-11. Έφυγε με το στράτευμα για τη Ρωσία αλλά στη Σαξωνία χάθηκε ή τον έκλεψαν ίσως διότι ο Μουτόν (Αρνί στα γαλλικά) ήταν ένα όμορφο κανίς. Δέκα μέρες μετά την άφιξή μας στη Μόσχα δοκιμάσαμε μεγάλη έκπληξη βλέποντάς τον και πάλι. Ένα απόσπασμα δεκαπέντε ανδρών είχε αφήσει το Παρίσι μερικές μέρες μετά την αναχώρησή μας για να συναντήσει το σύνταγμα και καθώς περνούσαν από το σημείο όπου είχε εξαφανιστεί, ο σκύλος αναγνώρισε τις στολές του συντάγματος και ακολούθησε το απόσπασμα".
Αλλά δεν είναι όλες οι ιστορίες τόσο ανώδυνες ούτε έχουν όλες καλό τέλος.
"Στη διάρκεια της ημέρας ενώ όλοι μιλούσαμε μαζί για την φοβερή μας δυσφορία και για την μάχη της νύχτας o Ταγματάρχης Υπασπιστής Delaître ήρθε να μας βρει. Ήταν ο χειρότερος άνθρωπος που γνώρισα ποτέ, ο πιο βίαιος, κάποιος που έκανε κακό στους άλλους μόνο και μόνο για να χαίρεται μ'αυτό. Άρχισε να μιλάει και προς μεγάλη μας κατάπληξη, έμοιαζε προβληματισμένος από τον τραγικό θάνατο του Béloque.
"Καϋμένε Béloque!", είπε. "Λυπάμαι πολύ που του συμπεριφέρθηκα άσχημα".
Τότε μια φωνή μέσα στ'αυτί μου (τι φωνή ήταν αυτή δεν έμαθα ποτέ) είπε: "Σύντομα θα πεθάνει κι αυτός".
Την φωνή την άκουσαν κι άλλοι. Έμοιαζε ειλικρινά μετανοιωμένος για την κακή του συμπεριφορά προς τους κατωτέρους του, ειδικά προς εμάς που δεν προερχόμασταν από στρατιωτική ακαδημία. Δεν νομίζω να υπήρχε κανείς στο σύνταγμα που δεν θα χαιρόταν αν τον έβρισκε μια σφαίρα. Τον αποκαλούσαμε Πέτρος ο Κακός".
Ο Delaître πέθανε την επομένη από εχθρικά πυρά μπροστά στα μάτια του Bourgogne και των συντρόφων του. Τα τελευταία του λόγια ήταν: "Για τον Θεό, πάρτε τα πιστόλια μου και τινάξτε μου τα μυαλά στον αέρα".
"Κανείς δεν τόλμησε να του κάνει αυτή την εξυπηρέτηση", συνεχίζει ο Bourgogne, "και χωρίς να απαντήσουμε συνεχίσαμε την πορεία μας -ευτυχώς όπως αποδείχθηκε διότι δεν είχαμε κάνει πέντε μέτρα όταν μια δεύτερη βολή βρήκε πίσω μας τρεις από τους δικούς μας και αποτέλειωσε τον Ταγματάρχη Υπασπιστή".
Το βιβλίο, αποτελεί ένα ανεκτίμητο κειμήλιο για τους μελετητές αλλά και για όσους απλώς αγαπούν την Ιστορία.
"Στις 14 Σεπτεμβρίου στη 1 το μεσημέρι, αφού περάσαμε ένα μεγάλο δάσος είδαμε έναν λόφο κάπως μακριά και μετά από μισή ώρα τμήμα του στρατού έφτασε στο ψηλότερο σημείο του, γνέφοντας σε μας που είμαστε πιο πίσω και φωνάζοντας "Η Μόσχα, η Μόσχα!" Ήταν πράγματι η μεγαλειώδης αυτή πόλη. Εκεί θα ξεκουραζόμασταν μετά από τους άθλους μας, διότι εμείς της Αυτοκρατορικής Φρουράς είχαμε κάνει πορεία χιλίων διακοσίων λευγών χωρίς ανάπαυση.
Ήταν μια όμορφη καλοκαιρινή μέρα. Ο ήλιος καθρεφτιζόταν πάνω σε όλους τους τρούλους και τα καμπαναριά και τα χρυσαφένια παλάτια. Είχα δει πολλές πρωτεύουσες -π.χ.Παρίσι, Βερολίνο, Βαρσοβία, Βιέννη και Μαδρίτη- που μου είχαν κάνει μέτρια εντύπωση. Αλλά αυτό ήταν κάτι εντελώς διαφορετικό για μένα -και για όλους δηλαδή- κάτι μαγικό.
Μπροστά σ'αυτή τη θέα προβλήματα, κίνδυνοι, κόποι, στερήσεις, ξεχάστηκαν όλα και η ευχαρίστηση της εισόδου στη Μόσχα απορρόφησε την σκέψη όλων μας. Το να βρει καλό κατάλυμα για τον χειμώνα και το να κάνει κατακτήσεις άλλου είδους, αυτός είναι ο χαρακτήρας του Γάλλου στρατιώτη: από τον πόλεμο στον έρωτα κι από τον έρωτα στον πόλεμο!"


Το δεύτερο βιβλίο, χρονικά, γεωγραφικά και συναισθηματικά πιο κοντά σε μας, είναι του πολύ γνωστού συγγραφέα Άγγελου Τερζάκη και έχει τίτλο Ελληνική εποποιϊα 1940-1941. Εδώ ο Τερζάκης, που συμμετείχε και ο ίδιος στον πόλεμο, ανασυνθέτει "το Έπος", την εκστρατεία του 1940-41 με κάθε λεπτομέρεια "για να μάθουν τα παιδιά των Ελλήνων, οι ερχόμενες γενιές, πως η ελευθερία είναι πάθος ιερό και πως γι΄άλλη μια φορά, καταμεσίς στον εικοστό αιώνα, έδωσε τη μάχη της σ'αυτό εδώ το χώμα, που μας έχει θρέψει". Είναι εμφανής η προσπάθεια του συγγραφέα ν'αναφερθεί όσο το δυνατόν πιο πιστά σε κάθε επεισόδιο του πολέμου, φτιάχνοντας ένα γραπτό μνημείο των πεσόντων αλλά και των ηρώων που γύρισαν τραυματίες, θύματα των κρυοπαγημάτων ακρωτηριασμένα.
Και σαν να μην τον χωρίζει ενάμιση αιώνας και άλλες διαφορές από τον Bourgogne, γράφει ο Τερζάκης:
"Η αντοχή του ελληνικού στρατού στα βουνά της Αλβανίας, αντοχή σε κόπωση, κακουχίες, πείνα, γύμνια, έφτασε στα όρια του μαρτυρίου. Αυτό είναι κάτι που δεν πρέπει να ξεχαστεί από τις μέλλουσες γενιές".
Ο συγγραφέας επιμένει ότι ήταν η αλαζονεία του Μουσσολίνι που προκάλεσε αυτόν τον πόλεμο. Διαβάζοντας κάποιες σελίδες, αναρωτιέται κανείς γιατί οι Ιταλοί, με τα τόσα που έκαναν εναντίον μας, δεν έμειναν στην Ιστορία ως πραγματικοί εχθροί μας. Είναι απορίας άξιον όταν διαβάζει κανείς αυτό το βιβλίο, κλονίζονται όλες οι πεποιθήσεις και τα στερεότυπα.
Το χρονικό των μαχών μπορεί να περιλαμβάνει κάθε λεπτομέρεια σχετική με τον εξοπλισμό και τις στρατηγικές κινήσεις των δύο αντιπάλων στρατών, αλλά δεν παύει να διακρίνεται και από την λογοτεχνική φλέβα εκείνου που το έγραψε:

"Το χιόνι ανέβαινε αδιάκοπα, έφτανε το ένα μέτρο, ο βοριάς δυνάμωνε, θέριζε πάνω στα υψώματα, χιονοθύελλες ξέσπαζαν τρομερές και, μέσα στην αυγή, βρέθηκαν εκεί οι πρώτοι νεκροί από το κρύο, με το δάχτυλό τους στη σκανδάλη του όπλου, φρουροί της ελληνικής ελευθερίας υπερτάφιοι".
Αχ αυτό το κρύο, αχ αυτό το χιόνι, πόσο μοιραία για τα φανταράκια του Ναπολέοντα, αλλά και για τους ηρωικούς Έλληνες στρατιώτες πάνω στα βουνά. Αχ αυτές οι μεγαλεπήβολες βλέψεις του μικρόσωμου Κορσικανού, η ατέλειωτη φιλοδοξία του. Αχ του Ντούτσε τα συμπλέγματα που ήθελε να μην μείνει πίσω σε σχέση με τον Χίτλερ.
"Παντού στα βουνά έβλεπες ξεμοναχιασμένους φαντάρους να ψάχνουν τρεκλίζοντας το δρόμο τους μέσα στην άσπρη απεραντωσύνη, ή να έχουν καθήσει χάμου σε μια πέτρα και να περιμένουν εκεί ώρες ατέλειωτες, μήπως περάσει καμμιά εφοδιοπομπή να τους περιμαζέψει ή τίποτα τραυματιοφορείς. Μερικοί έκλαιγαν από τον πόνο, από την απελπισία, από την πείνα. Συλλογίζονταν το σπιτικό τους, τη ζωή του σακάτη που τους περιμένει, το σπαραγμό των δικών τους σα θα τους αντικρύσουν, και η καρδιά τους έλυωνε. Είχαν υπερασπίσει την Ελλάδα, την τιμή της, σταμάτησαν μόνοι αυτοί μέσα στον μεγάλο κόσμο τον εχθρό, τον κυνήγησαν πίσω, τον ντρόπιασαν. Ω ναι, η θυσία άξιζε τον κόπο, αλλά δεν είταν για τούτο και λιγότερο βαρειά, λιγότερο πικρή".


Η ιστορία ενός αιχμαλώτου του Στρατή Δούκα είναι ένα κείμενο σύντομο και λιτό, μια αληθινή αφήγηση από την πιο μαύρη σελίδα της ελληνικής ιστορίας. Η υπόθεση του έργου αναφέρεται στην αιχμαλωσία, τις περιπέτειες και την τελική διάσωση ενός Έλληνα στρατιώτη, ο οποίος κατά την καταστροφή της Σμύρνης (1922) συνελήφθη και οδηγήθηκε στο εσωτερικό της Τουρκίας.
Ο Νικόλας Κοζάκογλου διηγήθηκε την ιστορία της αιχμαλωσίας και της διαφυγής του στον Στρατή Δούκα, ο οποίος την κατέγραψε όπως ακριβώς την άκουσε, σε πρώτο πρόσωπο δηλαδή, σαν να την έγραψε ο ίδιος ο παθών.
"Στην καταστροφή τῆς Σμύρνης, βρέθηκα μέ τούς γονιούς μου στό λιμάνι, στήν Πούντα. Μέσ' απ' τα χέρια τους μέ πήρανε. Κι έμεινα στην Τουρκία αιχμάλωτος."
Έτσι ξεκινάει η αφήγηση του απλού ανθρώπου που όπως και τόσοι άλλοι έμελε να γνωρίσει την σκληρότερη, την πιο φοβερή αιχμαλωσία.
"Ἀντί νά μᾶς πηγαίνουν στό δημόσιο δρόμο μᾶς τραβούσανε ἀπ' τό βουνό. Κι ὅπως δέν ἤμαστε σέ ἰσότοπο, ἀρχίσαμε νά σκορπᾶμε. Δέν μπορούσαμε νά κρατήσουμε τίς τετράδες. Καί οἱ στρατιῶτες φώναζαν προσταχτικά:
— Στίς τετράδες! Στίς τετράδες!
Ἐμεῖς προσπαθούσαμε, καί πάλι τίς χαλάγαμε. Ὅσοι ἦταν ἀνήμποροι κι ἔμεναν πίσω, τούς τραβοῦσαν οἱ πολίτες στό δάσος καί τούς καθάριζαν.
Μέ πολύ κόπο πέσαμε στό δημόσιο δρόμο. Ἐκεῖ πάλι, μᾶς περίμεναν, μπουλούκια μπουλούκια, γέροι ἄνθρωποι, ἑξήντα ὥς ὀγδόντα χρονῶ, μέ παλιές μαχαῖρες, καί σά φτάσαμε κοντά ρίχτηκαν ἀπάνω μας, φωνάζοντας στό λοχαγό:
— Ἄφησέ μας νά κάνουμε ὅ,τι θέλουμε!
Κι ὁ λοχαγός τούς ἔλεγε «ὄχι», γελώντας.
Ἐμεῖς τοῦ φωνάζαμε:
— Κύρ λοχαγέ, σέ σένα κρεμόμαστε.
Καί προχωρούσαμε.
Οἱ δρόμοι δεξιά κι ἀριστερά ἦταν σπαρμένοι ἀπό πτώματα πού μύριζαν. Στίς βρύσες ἔστεκαν σκοποί καί φύλαγαν τό νερό, πού ἔτρεχε ἀπ' τά κανούλια ἐμεῖς τό βλέπαμε και διψούσαμε περισσότερο."
Ο Θεός επέτρεψε να ζήσει ο ήρωας της ιστορίας και να καταφέρει με χίλια ζόρια να ξεφύγει από τους δεσμοφύλακές τους. Οι περιπέτειες, τα χτυποκάρδια, οι αγωνίες, θα συνέθεταν ένα καλό θρίλερ, αν δεν ήξερε ο αναγνώστης ότι πρόκειται για αληθινή εφιαλτική ιστορία που την έζησαν χιλιάδες Έλληνες της Μικράς Ασίας το 1922.


Τρία βιβλία για τα πάθη και τα μαρτύρια των μικρών ανθρώπων που γίνονται ήρωες χωρίς να το έχουν ζητήσει. Τρία βιβλία για τις φιλοδοξίες των στρατηγών, των αυτοκρατόρων, της πολιτικής των κρατών. Τρία βιβλία για όσους αγαπούν την Ιστορία και μισούν τον πόλεμο.

Κείμενο: Λητώ Σεϊζάνη


Εκτύπωση   Email