Φτιάξτο μόνος σου (ή μόνη σου)

Φτιάξτο μόνος σου (ή μόνη σου)

Υπάρχει μια κατηγορία βιβλίων στα οποία διάφοροι συγγραφείς από την Αγγλία, την Αμερική, τη Γερμανία, τη Σκανδιναβία και άλλες χώρες όπου σπανίζει η ηλιοφάνεια και η ζέστη, αγοράζουν ένα ερείπιο σε κάποιο σημείο της Μεσογείου και αποφασίζουν να το μετατρέψουν σε εξοχική ή μόνιμη κατοικία τους.

Την αρχή έκανε ο Peter Mayle με την Προβηγκία, ακολούθησε η Annie Hawes με το Έξτρα Παρθένο και την Ιταλία, μετά εμφανίστηκε η Frances Mayes και πάλι με την Ιταλία και συγκεκριμένα με την Τοσκάνη και άλλοι πολλοί. Η συνταγή είναι λίγο πολύ η ίδια. Σε κάποιο ταξίδι με τη γυναίκα του ή με τον άντρα της ή μόνος ή μόνη ο/η συγγραφέας ανακαλύπτει μια περιοχή που είναι σαν να τον «καλεί» να χτίσει εκεί ένα σπίτι. Σαν κάτι να του ξυπνάει μέσα του το τοπίο, οι άνθρωποι που είναι φιλικοί, συμπαθητικοί και όχι κρύοι και απόμακροι όπως στη χώρα του. Αποφασίζει να αγοράσει ένα μισογκρεμισμένο σπίτι και να το φτιάξει μόνος του από την αρχή, προσθέτοντας στέγες, τοίχους, πατώματα και ό,τι λείπει, δημιουργώντας ταυτόχρονα και έναν ωραίο κήπο ή περιβόλι, κάνοντάς το με λίγα λόγια παράδεισο επί της γης. Στην διάρκεια αυτής της διαδικασίας, ο συγγραφέας αντιλαμβάνεται ότι οι ντόπιοι δεν είναι τελικά τόσο αγγελικά πλασμένοι αφού τον εξαπάτησαν στην τιμή της αγοράς. Μετά μπλέκει με την γραφειοκρατία, με τους τεμπέληδες εργάτες και τεχνίτες και έρχεται μια στιγμή που στην κυριολεξία θέλει να τα παρατήσει και να φύγει, να γυρίσει πίσω στην ψυχρή πατρίδα του όπου οι άνθρωποι δεν στο παίζουν φίλοι αλλά κάνουν τη δουλειά τους με συνέπεια και αποτελεσματικότητα. Τελικά η ομορφιά του τοπίου και η αποφασιστικότητα του συγγραφέα υπερνικούν όλα τα εμπόδια και αυτός ή αυτή καταφέρνει να στήσει μια ωραία αγροικία στην Προβηγκία, έναν θαυμάσιο ελαιώνα στη Λιγουρία, ένα υπέροχο σπίτι στην Τοσκάνη.

Ο Άγγλος John Mole δεν αποτελεί εξαίρεση. Βρέθηκε στην Εύβοια την δεκαετία του ’70 και κατάφερε να δημιουργήσει την δική του Αρκαδία, λίγο πιο μακριά από την πραγματική. Αγόρασε μια στάνη και με σκληρή προσωπική εργασία τη μετέτρεψε σε ένα κανονικό σπίτι, χρησιμοποιώντας παλιά, γερά υλικά που οι ντόπιοι είχαν αρχίσει να σνομπάρουν υποκαθιστώντας τα με τοξικά πλαστικά και ελενίτ που τους φαίνονταν καλύτερα. Στο βιβλίο του It’s all greek to me ξεδιπλώνει τις αναμνήσεις του με γλαφυρό τρόπο και είναι αλήθεια ότι μιλάει για μια Ελλάδα που δεν υπάρχει πια, με ανθρώπους που τηρούν τις παραδόσεις και τα έθιμα του τόπου τους χωρίς να ντρέπονται, που ζουν από τη γη και από τη θάλασσα, που είναι συμφιλιωμένοι με τη ζωή και με τον θάνατο. Ο John Mole βλέπει με αγάπη τον καινούριο του τόπο αλλά ενοχλείται μερικές φορές με τη συμπεριφορά των Ελλήνων, ειδικά όταν του υπόσχονται ότι θα κάνουν κάποια δουλειά και δεν την κάνουν.

«Ζήτα από Έλληνα τεχνίτη να σου αλλάξει μια βρύση και θα σου βρει εκατό λόγους για να πει ότι είναι αδύνατον. Μ’αυτό τον τρόπο θέλει να υπογραμμίσει την αξιοπρέπεια και την ανεξαρτησία του, ότι δεν τον έχεις του χεριού σου ανά πάσα στιγμή».

Ενοχλείται επίσης όταν ανακατεύονται πολύ στη ζωή του αλλά αναγνωρίζει τη διαφορά με τους συμπατριώτες του.

«Μερικές φορές με εκνεύριζαν οι ασταμάτητες ερωτήσεις και η κριτική, αλλά δεν μου έλειπε μια χείρα βοηθείας ή συμβουλές ή κάποιος με τον οποίο μπορούσα να μιλήσω όταν το είχα ανάγκη. Μου ήταν δύσκολο να φανταστώ έναν ξένο να φτάνει σε μια αγγλική κοινότητα και να τον καλωσορίζουν με τέτοια άμεση αποδοχή και φιλοξενία. Η καρδιά μου βάραινε όταν σκεφτόμουν το Λονδίνο όπου οι φίλοι και οι γείτονες είναι απλώς συνεπιβάτες, όπου οι καλοί τρόποι περνούν για ευγένεια και η λέξη «κοινωνία» ανήκει απλώς στην διάλεκτο των κοινωνικών λειτουργών. Εδώ το μόνο που είχα εγώ να δώσω σε αντάλλαγμα ήταν διασκέδαση, κάτι που θα πρόσφερε κουτσομπολιό».

Αλλού ένας διάλογός του με τους ντόπιους, αποκαλύπτει και πάλι την διαφορά νοοτροπίας:

«Γιατί θες να ζήσεις μόνος σου σ’έναν στάβλο;» ρώτησε ο Νίκος, ο οδηγός του λεωφορείου [...]

«Του αρέσουν τα παλιά», είπε ο Αίας.

«Επειδή δεν τα γνώρισε. Αν είχε ζήσει στις παλιές μέρες, δεν θα ήθελε να ξαναγυρίσει πίσω».

«Δέκα άνθρωποι μέσα σ’ένα δωμάτιο και αν είχε κακό καιρό και το γαϊδούρι».

«Χωρίς φάρμακα, χωρίς σχολεία, χωρίς ηλεκτρικό...»

Στα βήματα των άλλων συγγραφέων, ο John Mole γράφει ένα πολύ ωραίο βιβλίο όπου συχνά αναφέρεται και ο φυσιοδίφης Gerald Durrell, ο οποίος έζησε στην Κέρκυρα και αποτύπωσε τις αναμνήσεις του σε δυο ξεκαρδιστικά βιβλία με τίτλο Η οικογένειά μου και άλλα ζώα και Πουλιά, ζώα και συγγενείς.

Στα βήματα των άλλων συγγραφέων παρόμοιων βιβλίων, ο John Mole κατορθώνει να δαμάσει το ερειπωμένο μαντρί, να φτιάξει μια καταπληκτική στέγη με παραδοσιακά υλικά που τα μαζεύει με τα χέρια του απ’όλη την Εύβοια, να πείσει τη γυναίκα του και τα τέσσερα παιδιά του ότι αυτή η ερημιά είναι η πιο ειδυλλιακή γωνιά της γης και να μπορέσει επιτέλους να συμφιλιωθεί με την παράξενη συμπεριφορά των ντόπιων.

Κείμενο: Λητώ Σεϊζάνη

www.litoseizani.com

 

Πρώτη δημοσίευση: peopleandideas 2010


Εκτύπωση   Email