Ένα ποίημα του Στέλιου Νικολάου (Νισολομού), σχετικά με το φθινοπωρινό αεράκι, και μια εξιλέωση.
Με τη μυρωδιά του φθινοπωρινού αέρα ντύσου και εσύ,
Χωρίς να σκέφτεσαι, χωρίς να αναμένεις και δίχως να προσμένεις.
Δεν είναι ανάγκη να αγχωθείς, ούτε να αντισταθείς,
Αλλιώς το αεράκι θα γίνει θύελλα που θα σε παρασύρει στα έγκατα της γης.
Φοβόσουνα εκείνο το φθινόπωρο, με τις βροχές του, τις θύελλες του,
Τα έκπτωτα φύλλα και την αποστέρηση ζωής που το συνοδεύαν.
Σε σκυθρώπιαζαν, σε δάμαζαν και σε κατατρόπωναν ομοίως,
Όπως η κρύα αύρα του διώχνει τα χελιδόνια σε τόπους μακρινούς.
Σαν τα πουλιά προσπαθούσες να πετάξεις όσο πιο γρήγορα γινότανε,
Για να κοιτάξεις τα τοπία που θαύμαζες, από ψηλά, και από μακράν.
Πόσο ωραία μοιάζανε στο βάθος έτσι ήσυχα, χωρίς τριβές και στεναγμούς,
Μονάχα με ένα σύννεφο καμιά φορά να τα κρύβει με τη σκιά του.
Αλλά, το αεράκι είχε άλλα σχέδια για σε,
Δεν σε άφησε ήσυχο, αλλά με τον βοριά σε έσπρωξε εκεί.
Σε ένα τοπίο μαγευτικό, που όμοιο του δεν είχες ξαναδεί,
Και που γέμιζε τα μάτια σου, με ένα υπέρλαμπρο χρώμα κυανούν.
Στην όψη του μονοπατιού όμως τρόμαξες, όμοια όπως τότε με τον αέρα,
Αλλά αυτή τη φορά δεν μπόρεσες να αντισταθείς, παρά τα ζορίσματα σου.
Κτυπούσες με δύναμη στα κλαδιά, στα σπίτια και στις φτέρες,
Πιανόσουνα και από κανέναν περαστικό, αλλά μάταια όλα εκείνα.
Και σαν ένιωθες την πνοή σου να χάνεται, και το σάλιο σου να στερεύει,
Είδες ξανά εκείνο το κυανό στην απόσταση που σε καλούσε ακόμη μυστικά.
Τότε, σαν σπουργίτι ένιωσες ένα με το κρύο, και δειλά άρχισες να πετάς,
Ενδιαφερόμενος μονάχα για εκείνο που έμοιαζε να σε καλεί.
Όπως μια αστραπή, έσχισες τον αέρα, και έφτασες στο μέρος εκείνο,
Μονάχα τότε έμεινες αιωρούμενος μπροστά του, θαυμάζοντας το έκπληκτος.
Ήταν μια απέραντη θάλασσα, που γέμιζε τα δυο σου μάτια,
Τα οποία μοιάζανε να κοιτάνε στον ουρανό, αμετάπειστα και περήφανα.
Σαν ένα όνειρο πέταξες εκεί, με το απαλό αεράκι σύντροφο στο πλάι σου,
Να σε σκουντάει ήπια, ωθώντας σε μέσα στην απέραντη θάλασσα τους.
Και νά που σύντομα έγινες ένα με αυτά, ζώντας πλέον μαζί με τη γαλήνη,
Εκείνη που ήτανε κρυμμένη στα έγκατα τους, αλλά ήταν πάντα μέσα σου.
Έτσι βρήκες την εξιλέωση σου, το μάγκνουμ όπους των ονείρων σου,
Που δεν ήταν τίποτα άλλο, παρά η αλλαγή που περίμενες να βιώσεις.
Και θα κάνεις ταξίδια με αυτήν, ονειρεμένα και μεγαλειώδη,
Που κάποτε θα σε φτάσουν στην όμορφη Ιθάκη σου.
Κείμενο: Στέλιος Νικολάου (Νισολομού)