Είχαμε μπροστά μας την κυρία Ουίλσον αυτοπροσώπως

Είχαμε μπροστά μας την κυρία Ουίλσον αυτοπροσώπως

Την δεκαετία του ’90 είχα ανακαλύψει και διάβαζα μετά μανίας τα βιβλία της Κάτιας Αντωνοπούλου. Τα ταξίδια της στην Ινδία, στο Αφγανιστάν, στην Κίνα και σε άλλα μέρη της γης, σ’εξωτικά και δύσβατα σημεία, η παρουσία της στην γραμμή του πυρός σε εμπόλεμες περιοχές, η αφήγησή της σαν χείμαρρος χωρίς τελείες και κόμματα, η παρεμβολή προσωπικών ιστοριών, συναισθημάτων χωρίς φιλτράρισμα, με είχαν μαγέψει. Τα ταξίδια, βέβαια, ήταν ο πρώτος μαγνήτης, αλλά και η αυτοβιογραφία η έντιμη, χωρίς προσωπική λογοκρισία, μου έδειχναν έναν αντισυμβατικό και γενναίο χαρακτήρα, γενναίο από κάθε άποψη.

Υπήρχε κάτι χορταστικό στα βιβλία της, οι περιγραφές που δεν άφηναν απ'έξω τίποτα, καμμιά λεπτομέρεια, καμμιά αίσθηση, καμμιά μυρωδιά, καμμιά συνάντηση, καμμιά ψυχική απόχρωση, όλα ήταν εκεί, ακριβώς όπως τα είχε δει, όπως τα είχε ζήσει η συγγραφέας, όλα τα συμβάντα, όλες οι τοποθεσίες, όλα τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά λαών και μειονοτήτων. Ας μην ξεχνάμε ότι ήταν μια εποχή πριν το διαδίκτυο και άρα εμείς οι αναγνώστες που δεν είχαμε τη δυνατότητα ή το θάρρος να πάμε σε τόσο μακρινά, πολύχρωμα και ενδιαφέροντα μέρη, αποκτούσαμε για πρώτη φορά τέτοιου είδους πληροφορίες.

Αλλά πιο πολύ, όπως είπα στην αρχή, θαύμαζα το ιδιαίτερο ύφος της που ήταν περισσότερο προφορικό παρά γραπτό, λες και η ταξιδιώτισσα έκανε έναν μονόλογο σαν ορμητικό ποταμό όπου ξεκάθαρη φαινόταν η ανάγκη της συχνά να μένει μόνη της στα δύσκολα και πολύμηνα αυτά ταξίδια για να γνωρίσει καλύτερα τον εαυτό της.

Τον ενθουσιασμό μου γι'αυτά τα βιβλία, ιδιαίτερα τα πρώτα της Κάτιας Αντωνοπούλου, τον μετέδωσα και στην φίλη μου, Τ.Κ., οπότε αποφασίσαμε μαζί να επισκεφτούμε την συγγραφέα, εφ’όσον συμφωνούσε, βέβαια, να μας δεχτεί. Από τα όσα έγραφε, από τις μοναχικές της περιπλανήσεις ανά την υφήλιο αλλά και από έναν «μύθο» που την περιέβαλε, είχα καταλάβει ότι η συνάντηση μαζί της θα ήταν δύσκολη. Δεν ξέρω πώς την έπεισα να μας δεχτεί. Ίσως έδειξα τον θαυμασμό μου από τηλεφώνου και έτσι μας κάλεσε για ένα ποτό στο σπίτι της στο Μετς.

Έμενε σε μια ωραία μονοκατοικία, την οποία είχε διακοσμήσει και επιπλώσει με πολύ γούστο. Θυμάμαι μια ξεχωριστή ντουλάπα, σαν καφασωτό, με έναν αέρα Ανατολής κάπου μέσα στο σπίτι.

Είχαμε λοιπόν μπροστά μας την κυρία Ουίλσον αυτοπροσώπως, μια μικροσκοπική γυναίκα που κάπνιζε πολύ και περνούσε την ζωή της εκτός Ελλάδος, σε μέρη που οι περισσότεροι ούτε κάν τα είχαμε ακουστά.

Καθήσαμε σ’έναν καναπέ και αρχίσαμε να της κάνουμε ερωτήσεις για τα ταξίδια της, για τα βιβλία της, αλλά σήμερα πια δεν έχω συγκρατήσει τίποτα από την συζήτηση. Τίποτα ιδιαίτερα σοφό ή αξιοσημείωτο. Μας ήταν τόσο γνωστή μέσα από τα γραπτά της αλλά η συνομιλία δεν προχωρούσε εύκολα. Μας μίλησε ίσως για το σπίτι της στο Μεταξοχώρι, για την ωραία Αστυπάλαια, για τον άντρα της, τον Τζιμ, που τόσο πολύ τον είχε αγαπήσει; Δεν θυμάμαι.

Ήμασταν τρεις γυναίκες εκεί, που γράφαμε και οι τρεις, αλλά δυσκολευόμασταν στην προφορική επικοινωνία, υπήρχε μια αμηχανία. Στο τέλος μας έγραψε μια αφιέρωση στα βιβλία που είχαμε φέρει μαζί μας και φύγαμε κάπως μουδιασμένες. Δεν μπορώ να πω ότι ήταν η αρχή μιας σπουδαίας φιλίας, παρ’όλο που συνεχίσαμε, αν θυμάμαι καλά, να επικοινωνούμε τηλεφωνικώς για κάποιο καιρό ακόμα.

Τώρα τελευταία με ρώτησε η Τ.Κ. αν έμαθα ότι η Κάτια Αντωνοπούλου πέθανε πριν αρκετά χρόνια. Όχι, δεν το είχα ακούσει. Μου είπε ότι ελάχιστα απασχόλησε τον τύπο αυτή η είδηση. Σκέφτηκα ότι μπορούσα ίσως να γράψω εγώ κάτι για εκείνην, για να την τιμήσω. Κι ας μην είχα μαζί της καμμιά σπουδαία φιλία. Όμως μου ήταν τόσο γνωστή μέσα από τα γραπτά της…

 

Κείμενο: Λητώ Σεϊζάνη


Εκτύπωση   Email