Δύο ζακετάκια, χρώματος ζαχαρί...

Δύο ζακετάκια, χρώματος ζαχαρί...

 Αιθιοπία, δεκαετία του '50. Θραύσματα μνήμης, εικόνων και πόνου. Ένα βιωματικό αφήγημα τυλιγμένο στην αχλή του Χρόνου...

«Μητέρα, θέλετε να έρθετε κι εσείς για λίγο μπροστά, να ξεκουραστείτε;»

Το ταξίδι ήταν μεγάλο κι ο ορεινός δρόμος, δύσκολος. Βρισκόμασταν στην επιστροφή.

Ο μπαμπάς κουρασμένος. Τόσες ώρες στο τιμόνι…Στον πηγαιμό, η Μάννα μπροστά, στη θέση του συνοδηγού, και πίσω, μάλλον στριμωγμένοι, η γιαγιά, η κοπέλα από την Ερυθραία που είχαμε μαζί μας για βοήθεια, κι εμείς τα δυο τ’αδερφάκια, εγώ στα 6, κι η Τερίνα στα 5. Τι θυμήθηκα τώρα! Επειδή ένα μεγάλο μέρος του ταξιδιού λάμβανε χώρα σε μεγάλο υψόμετρο, είχε αρκετή ψύχρα, και μας φορούσανε κάτι ολόϊδια ζακετάκια, χρώματος «ζαχαρί».

Αχ αυτά τα ζακετάκια!

Πόσο μελαγχολικός συνειρμός…

 Τέλος πάντων, έγινε η σκάντζα, πήγε η Μάννα πίσω κι ήρθε η γιαγιά η Λάλα μπροστά, «συνοδηγός», μ’ εμένα στην αγκαλιά της. Τότε, οι ζώνες ασφαλείας δεν υπήρχαν ούτε καν σαν πρώιμη σκέψη, σαν έστω, ένας στοιχειώδης προβληματισμός για το μέλλον…

 Τότε, και πολύ πριν, υπήρχαν οικογένειες που έδιναν στα κορίτσια το όνομα Ελλάδα, εξ ου και το γιαγιά-Λάλα.

photo credit @Ioannis_Stouraitis

Κρατήσου!

Κρατήσου ξύπνιος!

Σε χρειάζεται δίπλα του!

Βοήθησέ τον!

Μην τον αφήνεις να οδηγεί μόνος του!

Ακολούθα με το βλέμμα σου τον δρόμο που ξετυλίγεται, σαν από μόνος του μπροστά μας.

Τουλάχιστον με το βλέμμα σου.

Αν κοιμηθείς, δεν θα τον ελέγχεις πια τον δρόμο!

Μην τον αφήνεις μόνο του…

 

Πόνος.

Δυνατός πόνος.

Κάνω να κουνηθώ, πονάω πολύ.

Ανοίγω τα μάτια.

Πού είμαι;

Πώς βρέθηκα στα πόδια της γιαγιάς;

Η γιαγιά-Λάλα γερμένη από πάνω μου με τα μάτια κλειστά. Το μαντήλι που φορούσε στο κεφάλι της σαν φακιόλι έχει λυθεί κι από την μία του άκρη στάζει αίμα πάνω μου. Αργά-αργά, η μια σταγόνα μετά την άλλη, μια παράξενη, απόκοσμη κλεψύδρα που μετράει, λες, την ζωή της γιαγιάς, όση τής έμεινε.

Το ζαχαρί ζακετάκι μου, κατακόκκινο.

Η γιαγιά ήρθε από το πίσω κάθισμα στη θέση του συνοδηγού για να ξεκουρασθεί λιγάκι, και ξεκουράσθηκε για πάντα.

Την ξάπλωσαν στην άσφαλτο και πρόλαβε να πει «κολόνια, λίγη κολόνια…»

Ο μπαμπάς δίπλα, βογκάει.

Η Τερίνα έξω ουρλιάζει.

Η Μάννα δεν ξέρει πού να πρωτοπάει, τι να πρωτοκάνει.

Βρεθήκαμε στην καμπίνα ενός φορτηγού, η Τερίνα, εγώ, και η κοπέλα. Οι υπόλοιποι δεν είναι μαζί μας. Δεν ξέρουμε πού μάς πάνε.

Η Τερίνα ουρλιάζει. Εγώ, ούτε κιχ…

Νά ‘τος ο μπαμπάς! Ξαπλωμένος πάνω σε κάτι σαν ράντζο και σκεπασμένος με μια σκουρόχρωμη κουβέρτα από κείνες τις στρατιωτικές.

Μία άγνωστη, νοσοκόμα πρέπει να ήταν, τού ξεσκεπάζει τον μηρό και τού βάζει μια ένεση.

Μόλις μάς βλέπει ο μπαμπάς, μάς φωνάζει: «Κάντε κουράγιο παιδιά μου!», ή κάτι τέτοιο, τέλος πάντων…

Κάποιοι άγνωστοι μάς απομακρύνουν βιαστικά, σαν να θέλουν να μάς εμποδίσουν να τον βλέπουμε.

 Πόσος χρόνος πέρασε; Ώρες; Μέρες;

Τι σημασία είχε…

Δεν είχαμε δει ούτε τον μπαμπά, ούτε την Μάννα, ούτε την γιαγιά-Λάλα.

 Κενό…

photo credit @Ioannis_Stouraitis

Το τι θυμάμαι και τι όχι, δεν είναι και πολύ ξεκάθαρο. Μνήμη με κενά, πετσοκομμένη από μια ιδιόμορφη λογοκρισία που μού επέβαλε το παιδικό μου, τότε, μυαλό μάλλον για ν’ αντέξει στην μπόρα.

Κάτι κίτρινα χωράφια θυμάμαι, στρωμένα με κάτι σαν μεταλλικές διάτρητες πλατφόρμες. Γιατί διάτρητες; Πού να ξέρω, έτσι τις θυμάμαι. Μετά είδα κι ένα αεροπλάνο.

Πολλά χρόνια αργότερα, έμαθα ότι τα χωράφια ήταν ένα υποτυπώδες αεροδρόμιο στην περιοχή του Ντεσιέ, μία πόλη αρκετά βορειότερα της Αντίς Αμπέμπα, κι ότι οι πλατφόρμες μου ήταν η πρόχειρη πίστα για τις απογειώσεις και τις προσγειώσεις!

Το αεροπλάνο ήταν ένα DouglasC47. Αυτό που θυμάμαι, είναι ότι δεν είχε κανονικά καθίσματα, αλλά κάτι πλαϊνούς πάγκους κατά μήκος της ατράκτου του αεροσκάφους.

 Το αυτοκίνητο; Το θυμάμαι. Ένα Vauxhall, (την μάρκα δεν την ήξερα τότε), μ’ ένα γλυκό κυπαρισσί χρώμα και κομψές καμπύλες.

Η οπτική λεπτομέρεια που μου έμεινε αποτυπωμένη, άλλο ένα αλγεινό σουβενίρ, ήταν ένα παραδοσιακό αιθιοπικό έγχορδο όργανο,(krar), σπασμένο από την σύγκρουση, που διακρινόταν μέσα από το πίσω παράθυρο.

Και τι σύγκρουση! Πλαγιοπλαγία με λεωφορείο.

Ήταν αδύνατο να πιστέψει κάποιος ότι από αυτό το, ελάχιστα κτυπημένο αμάξι είχαν βγει, μία νεκρή, ένας θανάσιμα τραυματισμένος και οι υπόλοιποι, ελαφρά, συμπεριλαμβανομένων δύο σπασμένων κλειδών…

 Μετά είδα τον Γιώργη τον Ντάσιο, οικογενειακό φίλο και γιατρό μας, που σε μικρότερη ηλικία τον φώναζα «ο Τατός» κι από τότε τού ‘μεινε. Μαζί του κι ο οδοντίατρος ο Μπάμπης ο Μιχαηλίδης, κολλητός φίλος του μπαμπά.

Όλοι οι άλλοι, άφαντοι.

Ανακουφίστηκα όμως κάπως όταν είδα τους φίλους μας.

 Την παρακάτω σκηνή δεν την θυμόμουν. Μού την διηγήθηκε, χρόνια αργότερα, ο «Τατός»:

 «…Μέσα στην αναμπουμπούλα, με μία νεκρή κι έναν βαριά τραυματισμένο, να πρέπει να μεταφερθούν στην Ασμάρα όπου μάς περίμενε το νεκροταφείο για την γιαγιά σας κι ένα χειρουργείο για τον πατέρα σας, δεν είχαμε δώσει ιδιαίτερη σημασία στα δυο αδελφάκια. Ξάφνου, γυρνώ και σας αντικρίζω, καθισμένα το ένα δίπλα στο άλλο, σιωπηλά και τρομαγμένα και παρατηρώ ότι γέρνατε, και τα δυο σας, με την ίδια παράλληλη κλίση προς τα αριστερά! Σας εξέτασα, και διαπίστωσα ότι είχατε σπάσει τις αριστερές κλείδες σας!»

Να ‘τος λοιπόν ο πόνος μου στο αυτοκίνητο! Να και τα ουρλιαχτά της Τερινούλας, που βέβαια, δεν ούρλιαζε μόνον από πόνο…

 Αιωνία του η μνήμη του «Τατού» μας!

Η επόμενη σκηνή που θυμάμαι ήταν μέσα στο αεροπλάνο, με τον μπαμπά ξαπλωμένο στον, αντί καθίσματος, πάγκο, να έχει καλυμμένο το πρόσωπο με μια κατάμαυρη μάσκα οξυγόνου. Αυτήν την μάσκα την θυμάμαι πολύ καλά και μάλιστα, δεν μού άρεσε καθόλου, έτσι όπως μού ‘μοιαζε σαν φίμωτρο, κι ας ήταν αυτή η πηγή της ανάσας που τον διατηρούσε ακόμη ανάμεσά μας. Αλλά αυτό πού να τό ‘ξερα, τότε…

Με παραξενεύει που δεν θυμάμαι την παρουσία της Τερίνας μέσα στο αεροπλάνο. Το πιο πιθανό είναι ότι μάς κρατούσαν χώρια τον έναν από τον άλλο, ίσως για να μην ενοχλούμε τον μπαμπά, ο οποίος όμως, ούτως ή άλλως, φαίνεται ότι είχε αρχίσει να χάνει την επαφή του με το περιβάλλον.

Θυμάμαι όμως καλά, τους δύο φίλους του μπαμπά να με κρατούν απασχολημένο δείχνοντάς μου περιοδικά και εξηγώντας μου τι ακριβώς βλέπουμε από κάτω μας, όταν πετάμε με τα αεροπλάνα…

Κι άλλο κενό…

 Ασμάρα. Αεροδρόμιο.

Λαμπρός ήλιος, χαρακτηριστικός των υψιπέδων του Κέρατος της Ανατολικής Αφρικής.

Πολύ λαμπρός, ασύμβατος με το δράμα που βρισκόταν σε εξέλιξη. Ως ζωοδότης όμως, συμβατός με ό,τι ζωντανό άφηνε πίσω του ο θάνατος…

Όλη η Ελληνική παροικία της, τότε, συμπρωτεύουσας της Αιθιοπίας, παρούσα.

Παρούσα, μα σιωπηλή.

Μάλλον απότομα, ένα σούσουρο διέρρηξε την σιωπή. Ένα σούσουρο σαν συριγμός. Από την μπροστινή πόρτα του αεροπλάνου, ξεπρόβαλε το φορείο με τον μπαμπά.

Ήταν η τελευταία φορά που τον είδα, από μακριά, μ’ αυτήν την απαίσια μαύρη μάσκα να τού καλύπτει το πρόσωπο…

Κι άλλο κενό…

Ένα σπίτι που δεν ήταν το σπίτι μας. Διώροφο.

Από κάτω έβλεπα μια κουπαστή στον δεύτερο όροφο, σε σχήμα πι.

Αισθανόμουν την παρουσία κόσμου, αλλά δεν έβλεπα κανέναν. Αντιλαμβανόμουν ότι υπήρχε κίνηση. Βήματα πάνω στα ξύλινα πατώματα. Πολλά βήματα, χωρίς φασαρία.

Κι άλλο κενό…

Ξαφνικά, τα βήματα μετατράπηκαν σε ποδοβολητό. Παράλληλα, άκουσα γυναικείες φωνές να εκπέμπουν παράξενες συχνότητες, όλες πνιχτές.

Θρήνος.

Ο θρήνος μετά την αναγγελία του θανάτου του μπαμπά.

Ένα υπαρκτό τιμόνι, σε συνδυασμό με τις ανύπαρκτες, τότε, ζώνες ασφαλείας και τις επίσης ανύπαρκτες δομές υγείας στο Ντεσιέ, («σπασμένα πλευρά» είχε αποφανθεί ο νοσοκόμος που τον είχε παραλάβει), κόστισαν μια καθυστερημένη διάγνωση, (ρήξη ήπατος), και την ζωή του μπαμπά μας που τελείωσε μέσα σε πολύν πόνο, τόσο για εκείνον, όσο και για μάς…

 

 photo credit @Ioannis_Stouraitis

photo credit @Ioannis_Stouraitis

 1954. Ο πατέρας και η μάννα με μας.

Κείμενο: Γιάννης Στουραΐτης

 Σ.Σ Ο κ. Στουραΐτης είναι γιατρός-συγγραφέας. Γεννήθηκε και πέρασε τα πρώιμα παιδικά του χρόνια στην Αντίς Αμπέμπα της Αιθιοπίας.


Εκτύπωση   Email