Ακούγοντας τη Λωξάντρα

Ακούγοντας τη Λωξάντρα

Μια Συζήτηση της Ρίκας Σεϊζάνη µε τη Μαρία Ιορδανίδου το 1980 που απετέλεσε την Αφορµή µιας Θερµής Φιλίας.

«∆εν ξέρεις τι κουραστικό πράγµα είναι η επιτυχία!»
Πράγµατι, δεν ξέρω.

Φαντάζοµαι πως προσπαθεί να µου πει πόσο κουραστικό πράγµα είναι στα ογδόντα τέσσερα χρόνια της να έχει να κάνει µ’ όλα αυτά τα τηλεφωνήµατα, µε τις συνεντεύξεις, µε τις απίθανες ερωτήσεις των δηµοσιογράφων, µε τους παραγωγούς της τηλεοράσεως, τους εκδότες και τον ατέλειωτο κόσµο των θαυµαστών που θέλει να γνωρίσει τη συγγραφέα που πουλάει τα βιβλία της πριν ακόµα στεγνώσει το τυπογραφικό τους µελάνι.

Αλλά η Μαρία Ιορδανίδου σε ξαφνιάζει την κάθε στιγµή όπως στην κάθε σελίδα. Γιατί η κούραση που εννοεί δεν είναι οι συνεντεύξεις και οι παραγωγοί, οι δηµοσιογράφοι και οι θαυµαστές. Η κούραση που αισθάνεται είναι από τη µεγάλη συγκίνηση, από τα τόσα πολλά ωραία που της λένε, ώστε δεν προφταίνουν οι αισθήσεις της, το κορµί της όλο, να τα χωρέσουν.
«Σε παίρνει ένας γέρος απ’ το Γηροκοµείο και σου λέει, να ’χεις καλό, παιδί µου σου λένε τα νέα κορίτσια, µας δίνετε αισιοδοξία ποιος, εγώ; Καταλαβαίνεις, πού να προλάβω να τα πάρω όλα αυτά; Θέλω όλα να τα αιστανθώ, κι αυτό µε κουράζει».

Μπαινοβγαίνει στο δωµάτιο µε ζωηρά βήµατα, φέρνει ένα γλυκό. Ψηλή, λεπτή, µε µια άσπρη πλεκτή ρόµπα, θυµίζει ηλικιωµένες Εγγλέζες στα φιλµ του Άρθουρ Ρανκ. Τα µαλλιά και το πρόσωπό της είναι τα µόνα που δείχνουν ογδόντα τεσσάρων χρονών, τα άλλα, σώµα, µυαλό, κουβέντα, χιούµορ, όλα είναι σηµερινά. Φέρνει µονάχη της την κουβέντα στο θάνατο. Ίσως γιατί τον σκέφτεται στ’ αλήθεια, ίσως γιατί νοµίζει πως τον σκέφτονται οι άλλοι.  «∆εν τον φοβάµαι, όχι βέβαια πως τον θέλω κιόλας, θέλω να ζήσω για να δω τι θα γίνει παρακάτω.

Χαρακτηρίζει τα βιβλία της µε σύντοµες κοφτές φράσεις, στο στιλ που γράφει: «Η Λωξάντρα είναι βιβλίο κεφλίδικο. Ο Καύκασος θα µπορούσε να χωρέσει οκτώ βιβλία, αλλά δεν µπορείς να κάθεσαι να περιγράφεις λεπτοµέρειες και εσωτερικά σπιτιών όταν η εποχή τρέχει. Το Σαν τα Τρελλά Πουλιά µε δυσκόλεψε πολύ. Να µην πεις το ένα, να µην πεις το άλλο. Ζορίστηκα. Όταν αποφάσισα να γράψω Του Κύκλου τα Γυρίσµατα, είπα, α στο καλό, τι έχω να φοβηθώ πια, είµαι ογδόντα τόσων χρονών, θα τα πω όλα µε τα ονόµατά τους. Στο κάτω-κάτω εγώ φταίω;

Αυτοί αλλάξανε. Αυτό το βιβλίο θα ’πρεπε να το ονοµάσω «Οι Ζωές µου», αλλά έχει γράψει έναν τέτοιο τίτλο η Περλ Μπακ, Μy Several Lives. Ποιες ζωές; Μια Κίνα και µια Αµερική. Εγώ τι να πρωτοθυµηθώ, Πόλη, Ρωσία, Αίγυπτο, Ελλάδα, Κατοχή, Ρωσική Επανάσταση. Καµιά φορά αναρωτιέµαι, τα έζησα όλα αυτά εγώ;» Η Περλ Μπακ γυρίζει τη σκέψη της στη Λογοτεχνία.
«Όταν ήµουν στη Ρωσία διάβαζα Ρώσους και Γάλλους. Στην Αίγυπτο διάβαζα Άγγλους, τον Θάκερι... Εδώ, απ’ όλα». Στέκεται µια στιγµή, κλείνει τα µάτια. Είναι
η ώρα που ο Ντοστογιέφσκι, ο Θάκερι, η Περλ Μπακ ξαναγυρίζουν. Όταν τα ξανανοίγει σε λίγο, λέει µε µια γλύκα στο στόµα που θυµίζει τη Λωξάντρα την ώρα
που δοκίµαζε το χαλβά της: «Τι ωραία πράγµατα που έχει η ζωή!»

Μαρία Ιορδανίδου, Ρίκα Σεϊζάνη

Αυτά τα ωραία πράγµατα της ζωής αλλά και τα δύσκολα και τα άσχηµα που έζησε η Μαρία Ιορδανίδου, αυτά που τα έγραψε µε απλότητα, µε δεξιοσύνη και µε χιούµορ —«αυτό µε έσωσε, που είχα χιούµορ», έλεγε— έρχονται και τη συντροφεύουν τις ώρες που είναι µονάχη.
«Έρχονται από παντού, χιλιάδες σκέψεις και ιδέες, πού να βαρεθώ!» ∆ιηγείται συνήθως στο παρόν. Φέρνει όλη τη σκηνή στο σήµερα και τη στήνει µπροστά σου
ζωντανή. Οργίζεται στα ψεύτικα, όπως είχε οργιστεί την ώρα που της έτυχε αυτό που σου διηγείται. «Πατάω τις µεγάλες φωνές» ή «πέφτω νεκρή» λέει και ύστερα,
για να εκβιάσει και τη δική σου οργή: «και σένα να σ’ το ’λεγαν θάπεφτες νεκρή».
«Τώρα τι θέλεις εδώ να σου γράψω;» λέει καθώς κρατάει τα βιβλία της στα γόνατά της. «Θα σου γράψω αυτό που γράφω σε όλους, γιατί αυτό θέλω πιο
πολύ». Παίρνει το µαρκαδόρο της, που µε το χοντρό του γράψιµο βοηθάει τα αδύνατα µάτια της και γράφει. «Για να µε θυµάσαι». Αυτό θέλει πιο πολύ. Κι όταν
υπογράφει το άλλο βιβλίο ρωτάει: «Αυτός πόσο χρονών είναι; ∆εκαπέντε; Αυτός που είναι µικρός πρέπει να µε θυµάται πιο πολύ.
Εδώ και πολύ καιρό η Λωξάντρα και τ’ άλλα της βιβλία βρίσκονται πρώτα στον κατάλογο των best seller. Για κανένα µήνα ξεπέρασε τη Λωξάντρα ο Ελύτης, λόγω
Νόµπελ, αλλά να την πάλι, επικεφαλής.
«Τι να’ ναι αυτό που έφερε αυτή την επιτυχία» σε ρωτάει και νιώθεις πως η Μαρία Ιορδανίδου απόκτησε ένα πρόβληµα που δεν µπορεί να το λύσει πια µε το
χιούµορ. Γιατί η Λωξάντρα µίλησε τόσο πολύ στον κόσµο; Γιατί αγαπήθηκε, γιατί µπήκε σε σπίτια που δεν έµπαινε το βιβλίο; Θέλει να µάθει απ’ τον καθένα τι ήταν αυτό που του άρεσε πιο πολύ. Ύστερα από τόσες χιλιάδες αντίτυπα (κάπου 70.000 ως τότε), περιµένει σχεδόν µε αγωνία ν’ ακούσει από σένα κι απ’ τον άλλο «τι είναι αυτό που έφερε την επιτυχία». Και δεν της φτάνει που της λες πως βρήκες ολόιδια τη γιαγιά σου ή πως ο κόσµος βαρέθηκε στη ζωή του και στα βιβλία την αγριάδα, τον πόλεµο, την κακία κι αποθύµησε ήµερους κι απλούς ανθρώπους που αγαπούν το καλό φαΐ και το γείτονά τους. Εκείνη θα ρωτήσει και τον άλλο, και τον άλλο, «τι είναι αυτό που έφερε αυτή την επιτυχία».
Ίσως η Λωξάντρα που ξαναγυρίζει τόσο συχνά κοντά της να της ψιθυρίζει µια µέρα όπως το συνήθιζε, «µη ρωτάς το γιατί, γιατί εκείνο, εκείνο έτσι είναι».

Κείμενο: Ρίκα Σεϊζάνη


Εκτύπωση   Email