Τα καλοκαίρια μας αλλάζουν. Η ρομαντική εικόνα του πολυθρύλητου καλοκαιριού της πατρίδας μας υφίσταται πλέον ρωγμές. Παρατεταμένοι καύσωνες, σε συνδυασμό με την πυκνή δόμηση και τη συγκέντρωση αυτοκινήτων και κλιματιστικών, κάνουν την ατμόσφαιρα αποπνικτική στις πόλεις. Μεγάλη και άναρχη τουριστική ανάπτυξη έχει κάνει αγνώριστα τα νησιά που κάποτε ύμνησαν ο Ελύτης, ο Λώρενς Ντάρελ και τόσοι άλλοι.
Από την άλλη υπάρχουν πάντα τα θερινά σινεμά, η βραδινή έξοδος σε κήπους και τραπεζάκια στημένα όπως-όπως (και ίσως παράνομα) στα πεζοδρόμια των δρόμων της πόλης, τα τραγούδια για το καλοκαίρι (παλιά και νέα), τα φωτεινά και πολύχρωμα καλοκαιρινά ρούχα μας. Υπάρχουν όμως εικόνες και αισθήσεις που έχουν χαθεί ή αμβλυνθεί στη ροή του χρόνου....
Γιάννης Μόραλης - Το πατρικό σπίτι. 1949
Με τον κίνδυνο να χαρακτηριστώ βαρετή «μπούμερ» από τους νεότερους, θα αναφερθώ σε μια εποχή που το ωράριο εργασίας ήταν διακεκομμένο και επίσης τα παράθυρα και οι μπαλκονόπορτες είχαν παντζούρια δύο ξύλινων φύλλων (τα λεγόμενα γαλλικού τύπου) .Τα παραθυρόφυλλα αυτά διέθεταν γρίλιες, μια σειρά από ξύλινες οριζόντιες επικλινείς λωρίδες πού επέτρεπαν την κυκλοφορία του αέρα από και προς το σπίτι. Μια μέθοδος φυσικού κλιματισμού, πριν τα συστήματα τεχνητής ψύξης. Τα παραθυρόφυλλα αυτά τα συναντάμε και σήμερα σε κάποια σπίτια, αλλά κυρίως έχουν αντικατασταθεί από μεταλλικά συρόμενα φύλλα ή ρολλά.
Κώστας Μαλάμος- Σπίτι στη Δεξαμενή(λεπτομέρεια) 1961
Θυμάμαι, λοιπόν, κάτι απομεσήμερα στο κέντρο της Αθήνας, κάπου μεταξύ Εξαρχείων και Κολωνακίου. Τα μαγαζιά είχαν κλείσει για την μεσημεριανή διακοπή, τα διερχόμενα αυτοκίνητα λιγοστά, το ίδιο και οι πεζοί. Μια ερημία που γινόταν πιο αισθητή από τα κουφωμένα παντζούρια των σπιτιών απ’όπου κανένας ήχος δεν έβγαινε στον δρόμο. Τα μισόκλειστα αυτά παντζούρια δημιουργούσαν κάποιο ρεύμα αέρα στο δωμάτιο και προστάτευαν από την αντηλιά, ακόμη και αν μέσα από τις γρίλιες τρύπωναν μερικές ακτίδες του ήλιου δημιουργώντας λεπτές λωρίδες φωτός στο πάτωμα.
Παναγιώτης Τέτσης - Μπαλκονόπορτα. 1961
Μέσα στο σπίτι οι άνθρωποι, απομονωμένοι από τον έξω κόσμο, αναπαύονταν στην λίγη δροσιά των μισοσκότεινων δωματίων. ‘Ίσως. Γιατί για τον περαστικό διαβάτη, τα κουφωμένα παντζούρια, δημιουργούσαν και μια εντύπωση μυστηρίου και-πιθανόν- να έμπαινε στον πειρασμό να αφήσει την φαντασία του ελεύθερη για το τι διαδραματιζόταν πίσω από τα μισόκλειστα παράθυρα, μέσα στην σιωπή και την φαινομενική ακινησία του μεσημεριού. Ποιος ξέρει;
Πάντως, περπατώντας τότε μπροστά από αυτά τα σιωπηλά σπίτια με τα κουφωμένα παντζούρια είχα την εντύπωση ότι είμαι η μόνη σε εγρήγορση την ώρα εκείνη στην πόλη, εντύπωση που μου δημιουργούσε μια ζωηρή αίσθηση ελευθερίας.
Κείμενο: Μερόπη Σανοπούλου