Το θεατρικό Εργαστήριο Ενηλίκων «65 και άνω» του Εθνικού Θεάτρου παρουσίασε την δεύτερη παράσταση του με τίτλο «Στη Στάση». Για την λειτουργία αυτής της ομάδας ερασιτεχνών ηθοποιών, που αυξήθηκαν σε αριθμό φέτος, μιλήσαμε στην παρουσίαση της περσινής παράστασης «Λέσχη το «Ανάποδο Ραδίκι». Η ομάδα σίγουρα έχει εξελιχθεί θεατρικά, ωστόσο μια και δεν είμαι ειδικός, θα ασχοληθώ κυρίως με το θέμα που πραγματεύεται η παράσταση.
"Αναζητώντας τα όρια" ήταν το θέμα του εργαστηρίου που παρακολούθησαν όλη τη χρονιά και ιδού το αποτέλεσμα
"Στη Στάση" λοιπόν!
Όπως και πέρυσι, η θεματολογία περιστρέφεται γύρω από την τρίτη ηλικία και την νέα πραγματικότητα με την οποία έρχονται αντιμέτωποι. To έργο αποτελεί μια δημιουργική σύνθεση από τις δύο εμπνευσμένες δασκάλες τους Άρτεμις Μάνου και Παναγιώτα Καλλιμάνη, με βάση τις εμπειρίες, τους προβληματισμούς και τα κείμενα των ηθοποιών που διανύουν όλοι αυτήν ακριβώς την φάση της ζωής τους. Γι' αυτό και η παράσταση είναι αληθινή και ειλικρινής. Πιο ώριμη και άρτια, ζωηρός o λόγος, με εύστοχη μουσική υπόκρουση, κίνηση και χορογραφία.
Δεκατρείς άνθρωποι, άγνωστοι μεταξύ τους, περιμένουν στη στάση το λεωφορείο. Κοιτάνε προς το βάθος του δρόμου, ανήσυχοι γιατί καθυστερεί και είναι η τελευταία τους ευκαιρία-άραγε της βραδιάς μόνο;- για να φτάσουν στον προορισμό τους.
Για να δώσουν διέξοδο στην νευρικότητα της αναμονής πιάνουν κουβέντα στον διπλανό τους και φανερώνουν θραύσματα από την ζωή τους ή τη ζωή που θα θέλανε να ζούνε (ο κύριος με το σκυλάκι και η ονειροπόλα ταξιδιώτισσα).
Η αναζήτηση συντροφιάς, ίσως και ενός ακόμη έρωτα (η κυρία με το τεράστιο φυτό για αναγνώριση στο τυφλό ραντεβού που έκλεισε στα «σόσιαλ»).
Η έλλειψη σωματικής οικειότητας των μεγάλων και μοναχικών ανθρώπων ( ο λιγομίλητος κύριος που θέλει διακαώς να του ξύσει κάποιος την πλάτη αλλά θεωρεί ανάρμοστο να το ζητήσει).
Η νοσταλγία της νεότητας και η προσαρμογή στο σήμερα (η κυρία που θυμάται πόσο ωραίος ήταν ο άντρας της και τώρα παίρνει καθημερινά το λεωφορείο για να του πάει μια σούπα).
Η ξαφνική απώλεια της επαγγελματικής και κοινωνικής ταυτότητας ( η πρόσφατα συνταξιοδοτηθείσα κυρία που αναρωτιέται με αγωνία ποια είναι χωρίς την καριέρα της).
Το μάταιο κυνήγι της νεότητας (η κομψή κυρία που έχει απαυδήσει από τους άντρες και τα τσιμπήματα του μπότοξ και ο καταπιεσμένος ομοφυλόφιλος που-κάποτε- ήταν ωραίος).
Η ανασκόπηση και ο προβληματισμός για τις επιλογές που έκαναν στη ζωή τους (η στολισμένη κυρία που πάει καλεσμένη σε τηλεοπτική εκπομπή αγκαλιά με την κατσαρόλα της, το καθαγιασμένο εργαλείο της Ελληνίδας μάνας και νοικοκυράς).
Η επίπλαστη χαρά των «reunion»!
Κι άλλα, πολλά. Το on-off της απώλειας μνήμης, η ερωτική ζήλια που δεν γνωρίζει ηλικιακό όριο, η διέξοδος του να ζείς μέσα από τις ζωές των άλλων, τα εγγόνια που δεν έχεις ή δεν βλέπεις ποτέ, η προσμονή του ουράνιου τόξου μετά από μια ξαφνική μπόρα.
Όλα παρουσιασμένα με μπρίο, χιούμορ και σαρκασμό μερικές φορές, όπως στην χορογραφία της Λίμνης των Κύκνων εκτελεσμένη με τους ηθοποιούς καθιστούς!!!
Όμως πάνω στη σκηνή του θεάτρου πλανιέται κι ένα φάντασμα. Το φάντασμα των γηρατειών, κοινό για όλη την ομάδα, που ελλοχεύει για να κάνει τους ηλικιωμένους αόρατους στους γύρω τους και στη ζωή, όπως η γυναίκα που περιφέρεται και μονολογεί σε όλη την διάρκεια της παράστασης :
«Είμαι μια αόρατη γυναίκα. Μένω αθέατη όταν γυρνάω από τη λαϊκή ή όταν κάθομαι να πιω έναν καφέ ή κοιτάω αφηρημένα από το παράθυρο του τραίνου. Τα βλέμματα γλιστρούν επάνω μου και φεύγουν σχηματίζοντας το ολόγραμμα ενός κενού. Μπορώ να έρθω, να μείνω ή να εξαφανισθώ κατά βούληση- μια απελευθέρωση δηλαδή, αλλά και μια συσπείρωση, μια συστροφή προς εαυτόν-. Μόνο στο άδυτο της κάμαράς μου, όταν σταθώ μπροστά στον καθρέφτη, αρχίζει να σχηματίζεται αχνά μια παρουσία : το αποτύπωμα μιας μεγάλης διαδρομής δέρμα· τα αδιόρατα ίχνη της απώλειας στα μάτια· τα γέλια παιδιού περασμένα σα χάντρες στο λαιμό· η θύμηση της απόλαυσης στο κουρασμένο σώμα.
Πλήρης, ολόκληρη, γαλήνια, έκθαμβη ακόμη μπροστά στη ζωή. Παρούσα αλλά αθέατη».
Η παράσταση καταφέρνει να προσπεράσει την θλίψη, το κοιτάει κατάματα αυτό το οικείο σε όλους φάντασμα και του βγάζει κοροϊδευτικά τη γλώσσα με θάρρος, χιούμορ και ανθρωπιά. Το συμπονά, το αγκαλιάζει και το καθιστά ορατό στο κοινό μέσα από τη μαγεία της θεατρικής έκφρασης.
Μπράβο και στα 14 «παιδιά»!
Κείμενο: Μερόπη Σανοπούλου
Φωτογραφίες : Δημήτρης Λουκόπουλος