Έχετε ακούσει για τη Σαρακοστή των Χριστουγέννων; Όταν ήμουν παιδί, στο Αγρίνιο, οι μεγάλοι νήστευαν από κρέας Τετάρτη και Παρασκευή για σαράντα μέρες. Και ολόκληρη την εβδομάδα πριν τα Χριστούγεννα, νηστεύαμε όλοι για να κοινωνήσουμε την Παραμονή. Ύστερα τρώγαμε κοτόσουπα, το πρωινό των Χριστουγέννων.
Κι ενώ εμείς νηστεύαμε, το καημένο το γουρούνι στο υπόγειο έτρωγε καλά καλά, για να παχύνει! Τις μέρες της παραμονής σφαζόταν για να γίνει λουκάνικα που θα καταναλώνονταν όλο το χειμώνα.'Ενα γουρούνι στο σπίτι δεν είναι απλή υπόθεση, είχαμε διάφορες περιπέτειες. Μια φορά είχε χαθεί, θα έφαγε το σκοινί του και θα το έσκασε. Το ψάχναμε τρεις μέρες σε όλη τη γειτονιά και στο ρέμα που περνούσε δίπλα από το σπίτι, αλλά δεν το βρήκαμε. Μια άλλη φορά μας είχαν φέρει ένα γουρουνόπουλο για τα Χριστούγεννα, και το κρατούσαμε ζωντανό, δεμένο στο υπόγειο. Πάω να πάρω αλεύρι από κάτω, και βλέπω στο σκοτάδι να τρέχει ένα ζώο κόκκινο γυαλιστερό. Τρομάζω και βάζω τις φωνές. Το καημένο, είχε λυθεί και είχε χύσει το κιούπι με το βύσσινο γλυκό, είχε κυλιστεί ολόκληρο κι είχε γίνει σαν τέρας της Αποκαλύψεως.
Από βραδύς ερχόταν στο σπίτι μας η αδερφή της γιαγιάς, και μας διάβαζε για τη θεία Μετάληψη (Βιβλίο για τη σημασία του ιερού μυστηρίου της θείας Κοινωνίας που διαβαζόταν ως προετοιμασία πριν να κοινωνήσουν). Ήταν πολύ διαβασμένη και κοσμογυρισμένη γυναίκα, η μοναδική μας συγγενής στο Αγρίνιο. Είχα καημό που δεν είχαμε θείες και θείους και ξαδέλφια. Την αγαπούσαμε πολύ γιατί ήταν όλο καλοσύνη και ακούγοντας την γαληνεύαμε κι εμείς που πάντα νιώθαμε ξένοι σε ξένο τόπο.
Ξημερώνοντας η ημέρα των Χριστουγέννων κτυπούσε η καμπάνα, ακόμα νύχτα. Εμείς κοιμόμασταν βαθιά. Έμπαινε η μαμά στο δωμάτιο κι άρχιζε να μας ξυπνάει ψέλνοντας: «Η Γέννησις σου Χριστέ ο Θεός ημών……Άντε σηκωθείτε να πάμε στην εκκλησία!»
Αυτό το επαναλάμβανε δυο τρεις φορές ώσπου να αφήσουμε τα ζεστά μας κρεβάτια, να ντυθούμε τουρτουρίζοντας και να ξεκινήσουμε όλοι μαζί για την εκκλησία. Θέρμανση τα σπίτια είχανε τότε σόμπες που καίγαμε ξύλα και μαγκάλια με κάρβουνο. Τα βράδια έκανε κρύο σε κείνο το μεγάλο σπίτι με τα ψηλά ταβάνια.
Γυρίζαμε από την εκκλησία το ξημέρωμα, και μας περίμενε μια σούπα από κότα. Όλο το σπίτι μοσχομύριζε. Έχω χρόνια να απολαύσω τέτοια μυρωδιά! Ίσως να ήταν το κρύο και η ταλαιπωρία που την έκαναν έτσι νόστιμη, ή η κότα να ήταν στ' αλήθεια αλανιάρα!
Ο αδερφός μου μας έβγαζε μια φωτογραφία στο τραπέζι αναμνηστική। Βέβαια, ώσπου να τη βγάλει το χαμόγελο στο στόμα μας γινότανε γκριμάτσα, γιατί πήγαινε κι ερχότανε, και μετρούσε αποστάσεις και κανόνιζε το φως, εμείς διαμαρτυρόμασταν, κι εκείνος έστηνε τη μηχανή σε ένα τρίποδο, πατούσε ένα κουμπί κι έτρεχε κοντά μας φωνάζοντας, «Μην κινείται τώρα κανείς, ούτε αναπνοή!».
Κείμενο: Αριστέα Δαμιανίδη- Παπαθανασίου
Σημείωση: Το κείμενο και η φωτογραφία προέρχονται από "Το blog της Αριστέας", στο οποίο βρίσκουμε καταγραφές για γεγονότα, ήθη και έθιμα μιας παλαιότερης Ελλάδας όπως τα βίωσε και κατέγραψε η συγγραφέας του η οποία δεν βρίσκεται πια εν ζωή. Η αναδημοσίευση των άρθρων της γίνεται με την άδεια της κόρης της Άννας Δαμιανίδη την οποία και ευχαριστούμε.