Οι πρόσφυγες πρόγονοί μου από τον ξεριζωμό του ελληνισμού της Μικράς Ασίας και τα σπαράγματα μνήμης και μεταμνήμης που διασώζω από αυτούς.
Η τελευταία γιαγιά πέθανε το 1998. Από τους τελευταίους μιας εποχής όπου ένα σμάρι ανθρώπων αλλού γεννήθηκε και αλλού τους τάχθηκε να αναπαυθούν, χωρίς τη δικιά τους βούληση.
Αυτή η γιαγιά που δεν ήξερε να λέει παραμύθια αλλά ιστορίες από την Αγία Γραφή, βίους αγίων και γλαφυρές περιγραφές του γενέθλιου τόπου της που το χειμώνα τον σκέπαζε χιόνι βαρύ και το καλοκαίρι γέμιζε μυρωδιές από τα ολόγλυκα σταφύλια. Περιγραφές από την καθημερινή τους ζωή, τα φαγητά τους, τις βεγγέρες τους, ως επί το πλείστον μεταξύ γυναικών αφού οι περισσότεροι άνδρες εργάζονταν στην Κωνσταντινούπολη. Το νηπιαγωγείο που πήγε (ναι! υπήρχε νηπιαγωγείο στα μέρη τους και ο βασικός σκοπός του ήταν να μυηθούν τα ρωμιόπουλα στην ελληνική γλώσσα και στο ελληνικό αλφάβητο καθότι η περιοχή ήταν τουρκόφωνη). Στην εποχή της- αρχή του 20ού αιώνα-τα κορίτσια εκεί πήγαιναν μόνο δυο-τρεις τάξεις του Δημοτικού, μάθαιναν γράμματα τόσα όσα χρειάζονταν για να διαβάζουν τις Γραφές.
Ο παππούς αντιθέτως ήταν ολιγόλογος! Πράος και ολιγόλογος. Είχε όμως ένα ιδιαίτερο προσόν : ήξερε γαλλικά και μάλιστα προσπαθούσε να μου τα μάθει, την γλώσσα αλλά και την ιστορία του πώς τα έμαθε. Οι ρωμηοί -ως οθωμανοί υπήκοοι -είχαν την υποχρέωση να υπηρετήσουν στον τουρκικό στρατό. Για να αποφύγουν την επιστράτευσή τους στην ταραγμένη εποχή του Α' παγκόσμιου πολέμου, οι Γάλλοι μετέφεραν με καράβι στην Μασσαλία (και από εκεί σε όλη την Γαλλία) πολλούς ρωμηούς και τον παππού μου μαζί (ένα είδος Ματαρόα δλδ. πριν το Ματαρόα του 1945). Ο παππούς έζησε και εργάστηκε στα τραίνα στη Γαλλία στο Μαντεσλαζολί-όπως το έλεγα μικρή- (Mantes-la-Jolie) απ'όπου και επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη το 1919.
'Οταν ήμουν μικρή ο ύπνος στους παππούδες είχε το χαρακτήρα μιας μικρής περιπέτειας στην Ανατολή, βαρύς, σκοτεινός αλλά και γεμάτος ιστορίες από εποχές αλλοτινές, περιγραφές σπιτιών από μέρη χαμένα, από αγαπημένους τους ανθρώπους με ονόματα που ηχούσαν σαν εξωτικά στα αυτιά μου : Συμεών, Αββακούμ, Ραχήλ, Μακρίνα, Γεσθημανή, οι ίσκιοι τους μόνο ζούσαν στο δωμάτιο. Φευγάτες μορφές που νόμιζα ότι αχνόβλεπα ανάμεσα στις παλιές εικόνες τις φωτισμένες με το καντήλι στο εικονοστάσι. Ένα εικονοστάσι-μικρό δωμάτιο με πόρτα, κατάφορτο από εικόνες, υποφωτισμένο και αυτό, όπου αποσύρονταν κάθε βράδυ για να κάνουν την προσευχή τους και να διαβάσουν μέσα από παμπάλαια βιβλία φερμένα από την Ανατολή σε μια γλώσσα (καραμανλίδικα) ακατάληπτη σε μένα.
Εκκλησιαστικό βιβλίο σε καραμανλίδικη γραφή. 'Εκδοση : Βενετία , 1806.
Δίγλωσσο Ευαγγέλιο, Ελληνικά&Καραμανλίδικα 'Εκδοση : Κωνσταντινούπολη 1865
Δίγλωσσο Ευαγγέλιο, Ελληνικά&Καραμανλίδικα 'Εκδοση : Κωνσταντινούπολη 1865
Τα θυμάμαι αυτά όπως θυμάμαι και τον αναπόφευκτο θάνατό τους. Κοιτάω, μεγάλη πια,τις φωτογραφίες τους, τις εικόνες και τα προσευχητάρια που έφεραν από τις πατρογονικές εστίες τους και σκέφτομαι πως τελικά τους κουβαλώ μέσα μου, αυτούς αλλά και τους τόπους που γεννήθηκαν. Είναι η σκευή μου, ο οπλισμός μου κι η δύναμή μου. Ας τους μνημονεύσω :
Εκ μητρός :
- ο παππούς μου Κωνσταντίνος Λαζάρου Εγγονόπουλος, που γεννήθηκε στο Αραβάν, νομός Ικονίου στο σαντζάκι Νίγδης
- η γιαγιά μου Πολυξένη το γένος Χριστοπούλου και η αδελφή της Ευωδία (που έμενε μαζί μας). Γεννήθηκαν στο Νεοχώριον Καππαδοκίας.
Εκδιώχθηκαν από την Τουρκία. Εγκαταστάθηκαν μετά από αναγκαστικές μετακινήσεις στον Πειραιά όπου με τον καιρό έχτισαν εκ νέου τις ζωές τους με τις αναμνήσεις τους ζωντανές αλλά χωρίς μεμψιμοιρίες για τα περασμένα. Το παράπονό τους ήταν ότι οι γηγενείς τους αποκαλούσαν «τουρκόσπορους».
Εκ πατρός :
- η γιαγιά μου Μαρία Καραβασίλη το γένος Αθηνάκη που γεννήθηκε στα Βουρλά της Μικράς Ασίας. Στον διωγμό της και στις δυσκολίες της προσφυγιάς αναφέρομαι ξεχωριστά εδώ.
- ο παππούς μου Βασίλειος Καραβασίλης που γεννήθηκε στα Βουρλά της Μικράς Ασίας. Στον διωγμό του ’22 τον πήραν οι Τούρκοι, για πού; Άγνωστο. Δεν ξαναγύρισε.
Κείμενο: Μαριάννα Καραβασίλη