Τετάρτη 14
ώρα 9 το πρωί
Σηκώνομαι απ'την καμπίνα μου. Το βαπόρι είναι αραγμένο στη Σμύρνη. Βγαίνω για μια στιγμή στη γέφυρα. Βρέχει. Έχω μπροστά μου έρημη την παραλία της Σμύρνης. Εδώ, μου λένε οι άλλοι συνάδελφοι που είχαν ξανάρθει πριν απ'την καταστροφή, γέμιζε άλλοτε από κόσμο και κίνηση. Τώρα είναι ερημιά.
Το μεσημέρι βγήκα λίγο. Χαλάσματα παντού. Περπάτησα αρκετά. Ένα θέαμα που σου κάνει λύπη. Στας 5 μπήκα πάλι στο βαπόρι.
Ώρα 8 μιση φεύγουμε. Η παραλία κατασκότεινη. Άλλωτε λένε πως φωτιζότανε σαν ημέρα από τα ηλεκτρικά των κέντρων της. Έχουμε βγει πεια απ' το λιμάνι και κατεβαίνω στο σαλόνι. Αύριο θα είμαι στην Αθήνα.
Αυτές οι λίγες γραμμές αποτελούν κατά κάποιο τρόπο ιστορικό κειμήλιο. Γράφτηκαν από τον νεαρό ηθοποιό Γιώργο Γιωργόπουλο, τον παππού μου, έναν Αθηναίο, ο οποίος με τον θίασο της Κοτοπούλη όργωνε στεριές και θάλασσες για τις περιοδείες που έφερναν τις θεατρικές παραστάσεις κοντά στον Ελληνισμό. Στην ερειπωμένη Σμύρνη βέβαια δεν υπήρχαν πλέον Έλληνες τον Ιανουάριο του 1931 όταν γράφει αυτή την σελίδα στο ημερολόγιό του. Με το πλοίο Ankara της εταιρείας Σεϊρί Σεφαϊν έχει αφήσει πίσω του την Πόλη όπου "πλήθος κόσμου μας αποχαιρέτησε. Η προκυμαία ήταν γεμάτη μαντήλια" (γράφει στην προηγούμενη σελίδα). Στην Κωνσταντινούπολη δόθηκαν πολυάριθμες παραστάσεις του θιάσου που στη συνέχεια επέστρεψε στον Πειραιά μέσω Σμύρνης. Προφανώς η στάση στο ενδιάμεσο λιμάνι είναι αναπόφευκτη. Τώρα γιατί το πλοίο έπρεπε να σταματήσει σε ένα ακατοίκητο μέρος δεν το ξέρουμε. Μια εικασία είναι ότι ίσως στα περίχωρα να ζούσαν κάποιοι άνθρωποι.
Πάντως, εκατό χρόνια μετά την Καταστροφή αυτή η σύντομη περιγραφή, σαν θλιβερή φωτογραφία σε φασματικό τοπίο όπου χύθηκε τόσο αίμα, έρχεται εν είδει επιλόγου να προστεθεί σε όλες τις άλλες διηγήσεις και ιστορίες που ακούσαμε ή διαβάσαμε για το τραγικό γεγονός.
Κείμενο: Λητώ Σεϊζάνη