Ο Τσακιτζής ήταν μυθικός λαϊκός ήρωας Τούρκων και Ελλήνων της Μ. Ασίας, της Αν. Ρωμυλίας και της Πόλης. Ήταν ένας ληστής-αντάρτης (κάτι σαν Ρομπέν των Δασών) που έκλεβε, σκότωνε τους πλούσιους για να βοηθήσει τους φτωχούς και κατατρεγμένους. Οι περιπέτειές του τραγουδήθηκαν στα δημοτικά άσματα της εποχής (19ος-20ος αιώνας) και η ζωή του έγινε βιβλίο, ταινία, λαϊκό ανάγνωσμα σε συνέχειες. Ένας θρύλος!
Μέσ' της Σμύρνης τα βουνά
και τα άγρια τα νερά
με λεν εμένα Τσακιτζή
αχ παλικάρι στην καρδιά
αχ λεοντάρι στην καρδιά ……
Φωτογραφία του περίφημου Ζεϊμπέκη μαυρομούστακου / καραμπουζουκλή, Çakırcalı Mehmet Efe, γνωστού ώς Çakıci/ Τσακιτζή από την περιοχή της Σμύρνης Μ. Ασίας.
Ο πολυθρύλητος Τσακιτζή Μεχμέτ Εφές γεννήθηκε στο χωριό Αγιά Σουλούκ, κοντά στο Αϊδίνι το 1872 και πέθανε σε ενέδρα το 1911. Ήταν καπετάνιος των Ζεϊμπέκων και φορούσε την περήφανη χαρακτηριστική στολή τους. Βγήκε στην παρανομία και σχημάτισε ένοπλη ομάδα με σκοπό να εκδικηθεί το θάνατο του πατέρα του, που ήταν κι εκείνος παράνομος ληστής και τον σκότωσαν με δόλο οι ζαπτιέδες, κατά διαταγή του βαλή της Σμύρνης και του ίδιου του Σουλτάνου. Με αυτό ως αφορμή, ο Τσακιτζής θεώρησε σαν εχθρό του ολόκληρη την κρατική εξουσία και τους εκπροσώπους της: τους ζαπτιέδες, τους τζανταρμάδες, τους μισθοφόρους τουφεξήδες και τους αξιωματικούς τους, κι εξόντωσε πολλούς από αυτούς.
Όλα αυτά γινόντουσαν στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα. Βλέποντας ότι το κράτος τους καταπίεζε, ο Τσακιτζής παρακίνησε τους φτωχούς αγρότες να μην πληρώνουν φόρους, κι απαγόρεψε στους φοροεισπράκτορες, με ποινή θανάτου, να έρχονται στην περιοχή που είχε κάτω από τον έλεγχό του. Άρχισε να αποσπά με τη βία μεγάλα ποσά απ' τους πλουσίους, τους τσιφλικάδες, τους προύχοντες, και τους τοκογλύφους και να τα χρησιμοποιεί προς όφελος των οικονομικά αδυνάτων. Έκανε δωρεές, προίκιζε φτωχές κοπέλες, έχτιζε γεφύρια, βρύσες, έφτιαχνε κοινωφελή έργα. Οι πλούσιοι Τούρκοι, Ρωμιοί, Εβραίοι και άλλοι, διαμαρτύρονταν στις αρχές και ζητούσαν την εξόντωση του Τσακιτζή. Όμως οι φτωχοί, ανεξάρτητα από φυλή και θρησκεία, τον αγαπούσαν, τον προστάτευαν και του πλέκανε τραγούδια στα ελληνικά, στα τούρκικα, στα αρμένικα.
Η φήμη του είχε φτάσει στην Ελλάδα απ' τον καιρό που ζούσε ακόμα ο θρυλικός εφές, πολύ πριν φτάσουν εδώ οι μικρασιάτες πρόσφυγες. Το σχετικό ελλαδίτικο, όπως φαίνεται κι από τους στίχους, τραγούδι, εύχεται μέσα στην αφέλειά του να μπορούσε να έρθει ο Τσακιτζής και στην Ελλάδα, για να απονείμει κι εδώ την κοινωνική του δικαιοσύνη:
"Τσακιτζή, δεν εβαρέθης στα σμυρνέικα χωριά;
Δεν περνάς και στην Ελλάδα, να παντρέψεις ορφανά;"
Βεβαίως, αν το δούμε αντικειμενικά, ο Τσακιτζής ήταν ένας ληστής με τη νομική έννοια του όρου, δηλαδή ήταν κάποιος που ιδιοποιείται ξένα πράγματα με τη βία ή την απειλή βίας. Όμως οι αγρότες κι η φτωχολογιά των πόλεων δεν τον θεωρούσαν κακούργο, παρά τους σκοτωμούς που είχε κάνει. Ο Τσακιτζής γινόταν απίστευτα σκληρός όταν έκρινε ότι υπήρξε αδικία ή ατιμία, όπως τότε που έκαψε με φρικτό τρόπο ζωντανούς εννιά αντάρτες που βασανίζαν ένα κορίτσι. Ήταν τρομερά γρήγορος, εύστοχος στο βόλι, πολύ παράτολμος, πονηρός και ατρόμητος. Σε όλη την αντάρτικη ζωή του ούτε μια φορά δεν έπεσε σε παγίδα.
Όπως αναφέρει ο διάσημος τούρκος συγγραφέας Γιασάρ Κεμάλ στο βιβλίο του «Ο Τσακιτζής» (εκδόσεις «Αγρα») ο άνθρωπος που ανέλαβε να τον εξολοθρεύσει, τον παγίδευσε χρησιμοποιώντας πολύ μεγάλη μαεστρία. Το πτώμα του όμως το βρήκαν αποκεφαλισμένο και γδαρμένο ώστε να μην είναι αναγνωρίσιμο, αυτή την εντολή είχε δώσει ο Τσακιτζής στα παλληκάρια του. Η αναγνώριση έγινε από την πρώτη του γυναίκα. Το κρέμασαν από τα πόδια και το άφησαν εκτεθειμένο σε κοινή θέα στο κέντρο της πλατείας του Ναζιλί (πόλη κοντά στο Αϊδίνι) αλλά πολύς κόσμος έκλαιγε και το πήρε πολύ βαριά που εκτέθηκε δημόσια, κρεμασμένο ανάποδα το σώμα ενός τόσο γενναίου ανθρώπου.
Στην Ελλάδα οι περιπέτειες του Τσακιτζή δημοσιεύθηκαν σε συνέχειες στην εφημερίδα «Ακρόπολη» όσο και στον «Ελληνικό Βορρά» μια τεράστια σε μήκος χρόνων αφήγηση των κατορθωμάτων του και με πολύ μεγάλη αναγνωσιμότητα. Έγινε ταινία με τον Ανδρέα Μπάρκουλη και την Γκέλυ Μαυροπούλου σε σκηνοθεσία του Κώστα Ανδρίτσου και σενάριο του Νίκου Φώσκολου. Ο θρύλος του Τσακιτζή τραγουδήθηκε με τούρκικα αλλά και με ελληνικά λόγια από την Ρόζα Εσκενάζι και από άλλους ερμηνευτές.
Τσακιτζή παλικαρά
με τα παλικάρια σου
που την τρέμει ο ντουνιάς
την παλικαριά σου και την εμορφάδα σου
γεια χαρά σου Τσακιτζή
με τον Χατζημουσταφά
δεν ξεχναει ο ντουνιάς την παλικαριά σου
τα καλά πού έκανες!
Τσακιτζή δεν εβαρέθεις
να γυρίζεις στα βουνά.
Πέρασε κι απο την Σμύρνη
Τσακιτζή λεβέντη
να παντρέψεις ορφανά!
Ο Τσακιτζής έγινε μύθος σε όλους τους λαούς που κατοικούσαν τη Μικρασία. Και στους 'Ελληνες, βεβαίως, που (μέσα τους) τον είχαν εκχριστιανίσει. Μάλιστα, ο Τάσος Αθανασιάδης στο τετράτομο έργο του «Τα παιδιά της Νιόβης» (Βιβλιοπωλείον της Εστίας) έχει εκτενείς αφηγήσεις από συναντήσεις ενός ήρωά του με τον Τσακιτζή, ο οποίος του ζητά να τον βαφτίσει χριστιανό. Ε, αφού ήταν και κρυπτοχριστιανός, (αλήθεια ή ψέματα) ήταν πλέον υπέρ-ήρωας όλων!
Οι πληροφορίες είναι από εδώ και εδώ