Η χαμένη τιμή του τελικού σίγμα

Η χαμένη τιμή του τελικού σίγμα

Ο ευφάνταστος αυτός τίτλος δίνει μια εικόνα ενός από τα  γλωσσικά δράματα που ζούμε τα τελευταία χρόνια.

Για την ακρίβεια μια μορφή του δράματος, γιατί ως δράμα καθεαυτό υπήρχε και παλαιότερα «επί καθαρευούσης». Τι συμβαίνει λοιπόν μ’αυτό το έρμο το τελικό σίγμα που άλλοι στέκονται με δέος απέναντί του κι άλλοι μένουν παγερά αδιάφοροι  στη χρήση του;

 Καταρχήν η ελληνική γραμματική όπως και κάθε άλλη γραμματική, διέπεται από κανόνες . Αυτό ισχύει και για τη γραμματική της δημοτικής γλώσσας, καλό θα ήταν να το θυμόμαστε πού και πού! Τελικό σίγμα άφωνο εκεί που πρέπει να ακουστεί καθαρά δεν είναι δημοτική γλώσσα, δεν είναι «έτσι μιλάνε τα πλατιά στρώματα της κοινωνίας», ούτε  «έτσι γουστάρω να το λέω» είναι απλά άγνοια των κανόνων. Σίγμα φωνακλάδικο εκεί που νομίζουμε ότι πρέπει να υπάρχει σίγμα τελικό- αλλά δεν υπάρχει- είναι επίσης άγνοια των κανόνων, και στην τελική και στις δυο περιπτώσεις δηλώνει έλλειψη γενικότερης παιδείας και πρόσληψης των σωστών γλωσσικών ερεθισμάτων, δηλαδή αποξένωση από την σωστή χρήση της καθομιλουμένης (της κάθε εποχής).

 Στις παλαιότερες δεκαετίες με τον μεγάλο αριθμό αναλφάβητων ή σχεδόν αναλφάβητων ελλήνων αυτό ήταν κατά κάποιο τρόπο αιτιολογημένο.  Οι προσλαμβάνουσες της σωστής ομιλίας των ελληνικών για μια μεγάλη μερίδα του πληθυσμού  ήταν κυρίως  το  ραδιόφωνο και η εκκλησία. Το ραδιόφωνο χρησιμοποιούσε μια άκαμπτη καθαρεύουσα και η εκκλησία την γνωστή αρχαΐζουσα. Στα αυτιά αυτών των ανθρώπων,  έφτανε ένας απόηχος από πολλά τελικά σίγμα. Όταν προσπαθούσαν λοιπόν να μιλήσουν «καθωσπρέπει» ελληνικά έκαναν μια υπερβολή στη χρήση του τελικού σίγμα νομίζοντας ότι αυτό προσδίδει μεγαλύτερο κύρος στον λόγο τους. Τα είπε «με το ν και με το σίγμα» λέγανε αρχικά για κάποιον που μιλούσε σωστά ελληνικά, μέχρι να φτάσει στις μέρες μας η έκφραση να αποδίδεται σε κάποιον που τα είπε με κάθε λεπτομέρεια.

 Ο ελληνικός κινηματογράφος της εποχής έχει διασώσει τον τρόπο που η υπηρέτρια ή το όργανο της τάξεως (συνήθως αγράμματα επαρχιωτάκια) έπεφταν σε απανωτά λάθη προσπαθώντας να μιλήσουν σωστά ελληνικά. Έτσι λοιπόν η υπηρέτρια έστελνε τον παραγιό «στην οδός τάδε...», το όργανο απαντούσε «Τίποτας, κύριε αστυνόμε» και αμφότεροι όταν δεν καταλάβαιναν κάτι πετούσαν εκείνο το θανατηφόρο «Δηλαδής;».

 Στη σημερινή εποχή βέβαια που το πρόβλημα του αναλφαβητισμού έχει περιορισθεί στο 4% του ενεργού πληθυσμού της χώρας, πρέπει να αναζητήσουμε αλλού τους λόγους που οδηγούν στην λανθασμένη χρήση ή ακόμη περισσότερο στην παντελή απουσία του τελικού σίγμα. Η ελλιπής διδαχή στα σχολεία αλλά και η γενικότερη αδιαφορία στην τήρηση των κανόνων της δημοτικής γλώσσας  εντάσσονται  σε ένα κλίμα γενικότερου ωχαδερφισμού που, μεταξύ άλλων, έχει εξοβελίσει το τελικό σίγμα από τις λέξεις που (υποχρεωτικά) θα έπρεπε να ακούγεται. Έτσι, σφαγιάζεται  κανονικότατα στα τριγενή και δικατάληκτα επίθετα που αφθονούν στην γλώσσα μας αλλά και σε αρκετά ουσιαστικά. Ακούμε πολύ συχνά, π.χ « Η λεωφόρο Μεσογείων » «Η διεθνή συνάντηση »  «Η συνεχή προσπάθεια» « Η είσοδο του Μεγάρου» « Ο πλήρη κατάλογος » για να μην αναφερθούμε στο all time classic λάθος «Νούς υγιή εν σώματι υγιεί»!

Κείμενο: Μαριάννα Καραβασίλη


Εκτύπωση   Email