Επάγγελμα-καταφύγιο μεταπολεμικά για μια δουλειά που στην Ελλάδα τελεί πια υπό εξαφάνιση.
Για πολλούς ανθρώπους αυτό το επάγγελμα έχει ταυτιστεί με την εικόνα του Βέγγου στον ρόλο του καλοκάγαθου θυρωρού μιας μικροαστικής αθηναϊκής πολυκατοικίας της δεκαετίας του ‘60. Επιβλέπων της εισόδου/εξόδου των ενοίκων και των επισκεπτών, καθαριστής των κοινόχρηστων χώρων, συντηρητής ασανσέρ, παραλήπτης της αλληλογραφίας, κουβαλητής ο συγκεκριμένος θυρωρός μπορεί να χαρακτηρίζεται από κωμική υπερβολή αλλά αποτυπώνει τον ρόλο ενός θυρωρού σε πολυκατοικία.
Στους μεγαλύτερους σε ηλικία θα θυμίζει ίσως την με ευρεία ακροαματικότητα ραδιοφωνική εκπομπή των αρχών της δεκαετίας του ’60 «Το ημερολόγιο ενός θυρωρού». Με κείμενα του Κώστα Πρετεντέρη και τον Παντελή Ζερβό στον επώνυμο ρόλο και αξέχαστες φιγούρες την Κλημεντίνη της Σαπφώς Νοταρά με τον «αείμνηστο Λαυράγκα» και του απλοϊκού, αφελούς Μικέ του Γιάννη Βογιατζή «σας χαιρέτησα, δεν σας χαιρέτησα».Το 1979 η σειρά επανήλθε, ως τηλεοπτική πλέον, με άλλους ηθοποιούς και κειμενογράφους και αγαπήθηκε εξ΄ίσου από τον κόσμο, ίσως γιατί οι θυρωροί αποτελούσαν ακόμη μια αναπόσπαστη παρουσία της καθημερινότητας πολλών ανθρώπων.
Απαραίτητος ο θυρωρός λοιπόν στις πολυκατοικίες των παλαιοτέρων εποχών, το «μάτι» της πολυκατοικίας σε κάποιες περιπτώσεις και το «καρφί» της, τότε που οι πολιτικές πεποιθήσεις ιδιαίτερα όταν «κοκκίνιζαν» έστω και ελαφρά έπρεπε να μένουν ιδιωτικές «για τον φόβο των Ιουδαίων». Μεταπολεμικά υπήρξε το επάγγελμα-καταφύγιο για τους επαρχιώτες που κατέβαιναν στην πρωτεύουσα για να βρουν δουλειά δίχως κανένα εφόδιο. Εξασφάλιζε στέγη (έστω και μικρή) και μισθό - λίγο, αλλά επαρκή ώστε να ζήσει καλύτερα αυτός και η οικογένειά του απ’ότι στο ερειπωμένο χωριό.
Η Κατοχή και ο Εμφύλιος ιδιαίτερα, άφησαν ανοιχτά τραύματα στην επαρχία, πληγές που η ανωνυμία της πρωτεύουσας βοηθούσε στην ταχύτερη επούλωσή τους. Στην πάροδο των ετών η ζήτησή τους μειώθηκε και τα χρόνια της οικονομικής κρίσης έδωσαν το τελευταίο πλήγμα έτσι που τα θυρωρεία ερήμωσαν το ένα μετά το άλλο. Από τους 10.000 θυρωρούς της δεκαετίας του ’70, ήδη το 2011 (σύμφωνα με την εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ {16/08/2011) ο αριθμός τους είχε μειωθεί στους 2.000, με το 80% εξ αυτών να απασχολείται σε επαγγελματικά κτίρια.
Επάγγελμα-καταφύγιο όμως φαίνεται ότι υπήρξε αυτή η εργασία και για μια άλλη κατηγορία ανθρώπων, τουλάχιστον όπως μας παρουσιάζεται μέσα από την ξένη λογοτεχνία και τον κινηματογράφο. Χιτλερικοί αξιωματικοί ή συνεργαζόμενοι γενικότερα με το ναζιστικό καθεστώς καταφεύγουν μεταπολεμικά, με ψεύτικα ονόματα βεβαίως, στην δουλειά του θυρωρού για να βιοποριστούν αλλά κυρίως για να κρύψουν το σκοτεινό τους παρελθόν.
Ο Philip Kerr στο βιβλίο του « Η άλλη πλευρά της σιωπής» δίνει στον ήρωά του Μπέρνι Γκούντερ τον ρόλο του θυρωρού ενός πολυτελούς ξενοδοχείου. Ο πρώην αστυνομικός της γερμανικής αστυνομίας προπολεμικά, συνεργαζόμενος των Ες Ες μετέπειτα, εργάζεται σαν θυρωρός στο περίφημο Grand-Hôtel στο Cap Ferrat της γαλλική Ριβιέρας όπου προσπαθεί επί ματαίω να ξεφύγει από τα φαντάσματα του παρελθόντος.
Η Liliana Cavani στην ταινία της «Ο Θυρωρός της νύχτας» τοποθετεί τον κρυπτόμενο πρώην αξιωματικό των Ες Ες στην νυχτερινή βάρδια ενός (πάντα) πολυτελούς ξενοδοχείου στη Βιέννη. Η χαμηλότονη, εξαιρετική όπως πάντα, ερμηνεία του Dirk Bogarde και η αρρωστημένη σχέση που επαναθερμαίνεται με την πρώην κρατούμενη των ναζιστικών στρατοπέδων (στο ρόλο η επίσης εξαιρετική Σαρλότ Ράμπλινγκ με το ανδρόγυνο σώμα) ανοίγει άλλα κεφάλαια που χρήζουν ψυχανάλυσης αναφορικά με την σχέση θύτη-θύματος, βασανιστή και βασανιζόμενου και τα όρια του ερωτισμού.
Κείμενο : Μαριάννα Καραβασίλη