Γεροντοκόρες, μεγαλοκοπέλες ή singles και τα κοινωνικά ήθη της κάθε εποχής.
Ποτέ μου δεν κατάλαβα γιατί αυτή η ταινία χαρακτηρίζεται ως κωμωδία, έστω και σαν κωμωδία ηθών. Στην τελική δε σκηνή της εκεί όπου τα δυο αδέλφια μένουν μόνα στο σπίτι για το υπόλοιπο της ζωής τους, όταν ήμουν μικρή, πλημμύριζα στα δάκρυα.
«Δεσποινίς ετών 39» θεατρικό του Αλέκου Σακελλάριου, γυρισμένο σε ταινία το 1954. Ο αξέχαστος Βασίλης Λογοθετίδης, στο ρόλο του πιστού στις οικογενειακές παραδόσεις θυμόσοφου αδελφού, επιδίδεται σε έναν αγώνα αποκατάστασης της μεγαλοκοπέλας αδελφής ώστε και αυτός ελεύθερα να φτιάξει τη ζωή του μετά. Και δεν είναι μόνο αντανάκλαση της κλειστής κοινωνίας των πρώτων χρόνων μετά την λήξη του εμφυλίου όπου το μικροαστικό αθηναϊκό περιβάλλον, θεματοφύλακας της ηθικής, ορίζει τον αδελφό σαν προστάτη της ανύπανδρης αδελφής του. Το θέμα της γεροντοκόρης επανέρχεται σε σενάρια κινηματογραφικά, στο θέατρο, στη λογοτεχνία καθώς και στα τραγούδια.
Τραγούδι του 1937 η Μάρω, από τα πιό γνωστά και πολυτραγουδισμένα, εδώ σε σπάνια εκτέλεση από τον Νίκο Γούναρη, μιλάει για τους ανεκπλήρωτους έρωτες , και για τα νιάτα που περνούν.
Αλλά και στον « Παλιατζή», ρεμπέτικο του 1940, ο Στράτος Παγουμτζής μας τραγουδά:
"Άλλη μια γεροντοκόρη μου΄φερ΄ένα μισοφόρι
και της λέγω ευθύς εγώ, τέτοια δεν τα κυνηγώ,
το΄παιρνα και με χρυσάφι, αν δεν έμενε στο ράφι,
το΄παιρνα και με χρυσάφι, αν δεν έμενε στο ράφι".
Οι λόγοι για τους οποίους μια κοπέλα έμενε ανύπανδρη, σε μια κοινωνία στηριγμένη στο θεσμό του γάμου, ποίκιλαν από την απλή ατυχία, στην υπεροψία και απόρριψη των υποψηφίων συζύγων, στην έλλειψη προίκας, στην ένδεια ανδρών – οι πόλεμοι και ειδικά ο Πρώτος Παγκόσμιος μείωσαν δραματικά τον ανδρικό πληθυσμό σε τέτοιο βαθμό που οι κοπέλες αισθάνονταν τυχερές όταν έβρισκαν συζύγους.
Η κοινωνία καταδίκαζε τις ανύπανδρες γυναίκες σε ένα είδος κοινωνικού αποκλεισμού και αυτό δεν ήταν μόνο ελληνική ιδιομορφία όπως φαίνεται και από το πονεμένο τραγούδι της ανώνυμης γαλλίδας των αρχών του 19ου αιώνα που αναγκάζεται να αποτραβηχτεί σε ένα μοναστήρι για το υπόλοιπο της ζωής της.
“La vieille fille”(η γεροντοκόρη) που τραγουδά η Marie Sauvet
Στα δεκαπέντε μου κοσκίνιζα τους αγαπητικούς
Έκανα τη δύσκολη, πόσο μετανοιώνω τώρα
Δεκατέσσερις αγαπητικοί σε μια βδομάδα, ήρθαν να με χαιρετίσουν
Μ’ένα ματσάκι ματζουράνα, ήρθαν να παρουσιαστούν
Τους ξαπόστειλα, κι ήταν ευχαρίστησή μου
Μεγαλοδύναμε πόσο χαζή ήμουν, το νοιώθω ολοκάθαρα τώρα
Οταν βλέπω όλα αυτά τα κορίτσια, κορίτσια της γενιάς μου
Εχουν τους φιλήσυχους άνδρες, με τις ικανοποιημένες γυναίκες τους
Κοίτα το μέτωπό μου ρυτιδιάζει και τα δόντια μου σαπίζουν
Τα όμορφα μαλλιά μου γκρίζαραν, αυτό με θλίβει
Φόρεσα όμορφες δαντέλλες και άλλαζα συχνά ρούχα
Οι αγαπητικοί με άφησαν και νάμαι για πάντα κόρη
Γειά σας ομορφιές του κόσμου, πάω σε μοναστήρι
Γειά σας ομορφιές του κόσμου, πάω σε μοναστήρι
Μαζί με τις καλόγριες να κλειστώ σε μέρος στενάχωρο.
Ευτυχώς πολλά έχουν αλλάξει από την εποχή της ταινίας και ακόμη περισσότερα από τους προηγούμενους αιώνες. Οι κοινωνικές δομές, η θέση της γυναίκας αλλά και οι οικογενειακοί θεσμοί έχουν διαφοροποιηθεί. Ετσι, μπορεί τα σημερινά κορίτσια να συνεχίζουν να ονειρεύονται πέπλα, νυφικά και φαντασμαγορικές τελετές γάμου, όμως γνωρίζουν ότι μεγαλώνοντας αυτές θα ορίσουν τη ζωή τους και θα την περάσουν μια χαρά με ή χωρίς « στεφάνι»!
Κείμενο: Μαριάννα Καραβασίλη
Πρώτη δημοσίευση : www.peopleandideas.gr