Πολλὰ γὰρ ἔπαθον σήμερον κατ' ὄναρ δι' αὐτόν
Αν ο Πιλάτος είχε ακούσει την γυναίκα του, αν είχε σεβαστεί το όνειρό της, αν δεν είχε ρωτήσει τα πλήθη ποιόν ήθελαν να ελευθερώσει, αν είχε πάρει την πρωτοβουλία ν’αφήσει ελεύθερο τον Χριστό όπως εξ άλλου ήθελε εξ αρχής να κάνει, η ιστορία όλου του κόσμου θα είχε γραφτεί διαφορετικά. Όμως η ιστορία όλου του κόσμου δεν εξηρτάτο από τον Ρωμαίο Επίτροπο της Ιουδαίας, αλλά από τον Θεό.
Δεν θα υπήρχε Ανάσταση χωρίς την Σταύρωση και δεν θα υπήρχε Σταύρωση χωρίς τον Πόντιο Πιλάτο. Γι'αυτό τον παράδοξο λόγο αλλά και για το γεγονός ότι σύμφωνα με μία παράδοση, μετά την δίκη του Χριστού ασπάστηκε τον Χριστιανισμό, τιμάται ως Άγιος από τους Κόπτες της Αιγύπτου. Επίσης και η Ορθοδοξία έχει ανακηρύξει Αγία την σύζυγό του Κλαυδία, την λεγόμενη Αγία Πρόκλα, η οποία προσπάθησε να σώσει τον Χριστό. Πολλά δεν είναι γνωστά για εκείνην, αλλά θεωρείται ότι έγινε Χριστιανή μετά τον θάνατο του συζύγου της.
Τον Πόντιο Πιλάτο μέχρι σήμερα τον αναφέρουμε στο Πιστεύω, το Σύμβολον της Πίστεως (Σταυρωθέντα τε ὑπὲρ ἡμῶν ἐπὶ Ποντίου Πιλάτου) και στην φράση "νίπτω τας χείρας μου" με την οποία δήλωσε στους Ιουδαίους ότι δεν ευθύνεται για το αθώο αίμα του Χριστού που θα χυνόταν κατά την Σταύρωσή Του. Κατά μία παράδοση ο Πιλάτος αυτοκτόνησε από τύψεις ενώ σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή αποκεφαλίσθηκε επί Νέρωνος.
Η γυναίκα του Πιλάτου και το όνειρό της
Δύο διαφορετικές ποιητικές προσεγγίσεις του ίδιου θέματος από τον Σκωτσέζο πάστορα και ποιητή George MacDonald και από την διάσημη Αγγλίδα μυθιστοριογράφο και κόρη Αγγλικανού ιερέα Charlotte Brontë
H γυναίκα του Πιλάτου
George MacDonald
Παράξενα ψιθύρισες το μήνυμά σου
Σχεδόν σαν διαταγή!
Γιατί ένας άνδρας ταπεινής καταγωγής
Ήρθε στο όνειρό σου να σε χωρίσει απ'όλους;
*
Ίσως να ήταν κάποιο πνεύμα
Που αγνοούσε τι έμελε γενέσθαι
Έφυγε με αγωνία απ'την πλευρά του
Για να ζητήσει την βοήθειά σου.
*
Ἠ μάλλον ήσουν εσύ τόσο σπουδαία
Ώστε προς τα επάνω έφτασε η φήμη σου
Και τρύπησε τα τείχη του κράτους
Όπου η τάξη σου είχε κλειστεί
*
Έτσι εσύ, μια Ρωμαία κυρία
Πολύ ευγενής σε σχέση με τον σύζυγό σου
Πρέπει να αφήσεις όλα σου τα μεγαλεία
Και να καθήσεις σε σκέψεις βυθισμένη
*
Μ'αυτό τον τρόπο της δούλης σου η ιστορία
Βρίθει για σένα μυστηρίου
Αποκοιμήθηκες και ο κρατούμενος χλωμός
Επέστρεψε στα όνειρά σου
*
Πολλά δεινά υπέφερες γι'αυτόν
Θλίψης οράματα όλη νύχτα
Μια μέρα θα ξυπνήσεις εσύ πρώτη
Και θα λουστείς με της αγάπης του το φως.
— George MacDonald (1824-1905) : Σκωτσέζος λογοτέχνης και πάστορας που έχαιρε εκτιμήσεως εκ μέρους των συγχρόνων του για την πνευματικότητα και για τα ποιήματά του.
Το όνειρο της γυναίκας του Πιλάτου
Σαρλότ Μπροντέ
Τη λάμπα μου έσβησα, μέσα στον τρόμο που με είχε καταλάβει
Την έσπασα, την άκουσα να πέφτει
Ο κρότος τάραξε τον ύπνο μου, είδα το φως να χάνεται
Καθώς ξυπνούσα, είδ'απέναντι τον τοίχο
Πάνω από το κρεββάτι μου, υπήρχε μία λάμψη
Αχνή, παράξενη, μπερδεύτηκε κι αυτή με τ'όνειρό μου
*
Χάθηκε, και τυλίγομαι στο απόλυτο σκοτάδι
Πόσο προχωρημένη νά'ναι άραγε η νύχτα και πότε η μέρα
Με χρώματα θα'ρθεί να βάψει γι'άλλη μια φορά τον σκοτεινό αέρα
Με θέρμη και δημιουργία να γεμίσει το κενό
Αχ να κοιμόμουν πάλι μέχρι να ροδίσει η ανατολή
Ώσπου το φως του πρωινού απ' τις κορφές των λόφων ν'απλωθεί!
*
Θα φώναζα τις υπηρέτριες, όμως τον ύπνο τους άδικο θά'ταν
να τον χαλάσω, μόνο γιατί διακόπηκε ο δικός μου
Δούλευαν όλη μέρα και ο δίκαια κερδισμένος λήθαργός τους
τους κόπους τους μέσα στη λησμονιά βυθίζει
Ας ανεχτώ με υπομονή την πυρετώδη μου αγρύπνια
Ας είμαι ευγνώμων που το βάσανο κανείς μαζί μου δεν θα μοιραστεί.
*
Αλλά μια ακτίνα από το φως θα με ηρεμούσε
Τα νεύρα, τους σφυγμούς μου, τόσο απλά
Θ'ανοίξω τις κουρτίνες, και θα δω τους ουρανούς
Τ'άστρα που τρεμοπαίζουν μες στη νύχτα είναι χλωμά
Άγρια, ανήσυχα, παράξενα, θα κρύβουν κι άλλο φόβο
Από τον ακαθόριστο αυτόν πάνω στο ανάκλιντρό μου.
*
Σκοτάδι πίσσα-ένα μεγάλο σύννεφο, τρέχει από ανατολή σε δύση
Τους ουρανούς καλύπτει, όμως κάτω βλέπεις φώτα
Δαυλούς της Ιερουσαλήμ που καίνε
Στην πέτρινη την πόλη ένα απόκοσμο προσφέρουν φως
Βλέπω φρουρούς, οι λόγχες τους αστραφτερές
Τ'αυτιά μου ένας ήχος διαπερνά από μακριά.
*
Χτυπήματα είναι ρυθμικά από αξίνες και σφυριά
Στους δρόμους, χαμηλόφωνα μέσα στη νύχτα
Πάντως ξεκάθαρα ακούγονται -και κάποιο αντικείμενο
Φασματικό υψώνεται, διαγράφεται στα φώτα
Των δαυλών. Και ξεχωρίζει ώς τον ουρανό
Στέκεται σαν κολώνα, ίσιο και ψηλό.
*
Το βλέπω τώρα, το σκοτεινό σημείο αναγνωρίζω
Στον Γολγοθά ένας σταυρός, οι Εβραίοι τον εγείρουν
Ενώ οι Ρωμαίοι απλώς κοιτάζουν. Κι όταν θα λάμψει η αυγή
Θα έρθει ο Πιλάτος το θύμα να δικάσει
Να το καταδικάσει, στην σταύρωση να παραδώσει
Κι ο άσπιλος Χριστός σ΄εκείνον τον σταυρό θα πρέπει να πεθάνει.
*
Τα όνειρα είναι λοιπόν αληθινά και αυτό υπήρξε το δικό μου
Σίγουρα κάποιος οιωνός, κι αν οι θεοί με διάλεξαν
Το σχέδιό τους για ν'αποκαλύψω
Άδικους δικαστές της μοίρας να ειδοποιήσω
Εγώ στον ύπνο άκουσα και είδα. Στον ξύπνιο ξέρω
Του Χριστού ο θάνατος σιμώνει και του Πιλάτου η ζωή βάσανο θά'ναι.
*
Δεν κλαίω για τον Πιλάτο, ποιός για'κείνον λύπη νοιώθει;
Και την ψυχρή, συντριπτική του εξουσία
Καμμία προσευχή δεν μαλακώνει, καμμία έκκληση δεν συγκινεί
Ποδοπατεί καρδιές λες κι είναι οι καρδιές από πηλό
Αν και ο βηματισμός του είναι ασταθής, αβέβαιος
Θα θέλουν οι νεκροί να τον εκδικηθούν.
*
Αναγκασμένη δίπλα του να είμαι και τις πράξεις του να βλέπω
Το πρόσωπό του ν'αντικρύζω κάθε μέρα, να διαβάζω
Με απέχθεια στα αδρά χαρακτηριστικά του
Τριπλή να βλέπω δίψα για χρυσάφι, αίμα, ηδονή
Μία ψυχή με παθιασμένα αλλά άθλια κίνητρα
Της Ρώμης σκλάβος, υποτακτικός, της Ιουδαίας άγριος τιμωρός.
*
Πώς να τον αγαπήσω, να θλιβώ για εκείνον και να λυπηθώ
Εγώ με τα δεμένα χέρια μου τόσον καιρό σφιγμένα
Εγώ που από την λύπη έχασα σχεδόν την όρασή μου
Γιατί όσο είχε νιάτα, είχε λάμψη η ύπαρξή μου
Εκείνος μου έκλεψε τη νιότη, έσβησε της ζωής μου τις ακτίνες
Συνέτριψε του νού μου την ελευθερία.
*
Και τώρα ακόμα, ας είμαι σύζυγός του
Δεν έχει τρυφερότητα από μένα
Όπως δεν έχουν και άλλοι άθλιοι ένοχοι
Και μάλιστα λιγότερο διότι εγώ ξέρω την ιδιωτική πλευρά του
Εγώ τον βλέπω όπως είναι, δεν τον ωραιοποιώ
Μα τους θεούς, σιχαίνεται η ψυχή μου το ποιόν του!
*
Σάμπως δεν ζήτησε την παρουσία μου στο αίμα βουτηγμένος
Αίμα αθώων και δικαίων που είχε αδιάντροπα χυθεί;
Σάμπως κι εγώ δεν έπρεπε τον ματωμένο του χαιρετισμό να υποστώ;
Παλιότερα όταν βύθισε όλη την Γαλιλαία
Σε μαύρο πένθος και σε δυστυχία φρικτή
Τις ίδιες τις σπονδές τους μες στο αίμα τους κυλώντας.
*
Έπειτα ήρθε με φιδίσιο γέλιο μες στα μάτια
Στα χείλη του είχε κάποια δήθεν τρυφερή κουβέντα
Και μες στους δρόμους της Σαλήμ ακούστηκε αχός
Απ'το σπαθί του το ιερόσυλο που έσφαζε
Κι εγώ, να βλέπω άνθρωπο να προκαλεί σε ανθρώπους τέτοιο πόνο
Έτρεμα απ'την οργή που δεν φοβόμουν πια να δείξω.
*
Και τώρα φέρνουν οι ζηλόφθονοι Ιουδαίοι ιερείς
Τον Ιησού, και βασιλέα τον αποκαλούν με χλεύη
Για να εκδικηθούν με τέτοια εξουσία σκοτεινή
Το απαίσιο ερπετό βάζουν έναν αθώο να δαγκώσει.
Αχ να μπορούσα ν'αποτρέψω το προαναγγελθέν κακό
Το άμωμο κεφάλι απ΄ τον πόνο των αθλίων να προστατεύσω!
*
Ο φόβος στου Πιλάτου την καρδιά ξέρει πώς να τρυπώσει
Οι οιωνοί φύλλο τρεμάμενο την ψυχή του καταντούν
Όταν ακούσει το τρομακτικό της νύχτας όραμα
Θα λύσει τα δεσμά του αθώου, και χάρη θα του δώσει
Εκτός κι αν οι πικρόχολοι ιερείς υπερισχύσουν
Αν υποτάξουν και τον τρόμο στην κακία τους.
*
Αν το όνειρό μου διηγηθώ -μια στιγμή όμως.
Ποιό όνειρο; Οι χαρακτήρες ήταν πριν ξεκάθαροι
Είχαν μες στο μυαλό μου χαραχτεί -αλλά αίφνης μια παράξενη αιτία
Θόλωσε και έσβησε τις σκέψεις, τώρα μοιάζουν
Ανάμνηση θαμπή από κάποια άλλη παλαιά σκηνή
Όχι σαν μέλλον αλλά σαν μακρυσμένο παρελθόν.
*
Πολλά έπαθον κατ'όναρ -άκουσα προφητεία
Τρομακτική για τον Πιλάτο -βάσανα σε χώρες
Μακρινές, βαρβαρικές όπου έχει κρύο στα βουνά
Χιόνια και μοναξιά, λύκους που δίπλα του θα ζουν
Κι εκείνος πεινασμένος
Μου φάνηκε ότι τον θάνατο θα βρει.
*
Αλλά όχι, δεν θα είναι από πείνα ούτε από αρρώστια
Είδα τα χιόνια ολόγυρά του με αίματα κηλιδωμένα
Είπα πως δεν μου περισσεύουν δάκρυα γι'αυτόν
Κι όμως τα μάτια και τα μάγουλά μου είναι υγρά
Κλαίω των θνητών τα πάθη, των θνητών το φταίξιμο
Κλαίω το ανόσιο συμβάν, το αίμα που θα χυθεί.
*
Άλλο πια δεν θυμάμαι, το όραμα επεκτάθηκε
Σε κόσμους μακρινούς, σε εποχές μελλοντικές
Όπου του Ιησού το όνομα το φωτεινό
Λαμποκοπά με διαύγεια ακόμα στο σκοτάδι
Και είδα πάλι το σημείο που βλέπω τώρα
Στον Γολγοθά εκεί πάνω τον Σταυρό.
*
Ποιός είναι ο Χριστός απ'τους Εβραίους; Σε μένα άγνωστος
Ποιά είναι η γενιά του, η αποστολή, το δόγμα του. Μόνη ξεκάθαρη
Η θεϊκή του καλωσύνη απ'τις πράξεις του εκπορεύεται
Πόσο ακηλίδωτη, ευθύτατη η ζωή του!
Το φωτοστέφανο στην κεφαλή του στέκει
Μπροστά του ωχριούν του Ολύμπου οι θεοί.
*
Ο κόσμος προοδεύει, οι ιεροτελεστίες των Ελλήνων, των Ρωμαίων
Δεν επαρκούν στον νου που κάτι άλλο αναζητά.
Μία ψυχή γεμάτη ερωτήματα ένα φως αγνότερο απαιτεί
Προς τα επάνω, προς τα ουράνια για να καθοδηγηθεί.
Ντρέπεται για τα ξόανα η θρησκεία και στρέφεται
Εκεί όπου καίει του Γιαχβέ το αόρατο ιερό.
*
Η πίστη μας σαπίζει, οι τελετές μας εκφυλίζονται
Ακάθαρτοι οι ναοί μας και νομίζω αυτός ο άνδρας
Με τους καινούριους νόμους του, σοφός και πράος
Ήρθε, όπως ο ίδιος λέει, την άλωνα να καθαρίσει
Άραγε η πίστη του θα επιζήσει
Μετά την φρίκη του αυριανού θανάτου;
* * * * * * *
Νοιώθω μια πίστη σταθερή—μια ελπίδα δυνατή
Μες στην ψυχή μου—γεννιέται με τη μέρα που ανατέλλει
Στη στέγη του Ναού, στις παρυφές του όρους Μοριά
Φάνηκε καθαρά ρόδινο φως
Αυτό που τόσο είχα ελπίσει μες στη νύχτα
Οι ουρανοί ανοίγουν, χαίρε ευλογημένο φως!
*
Φύγετε νέφη και σκιές! Έλα ένδοξε Ήλιε!
Φύγε σκότος του νου! Ας έρθει η φώτιση από ψηλά!
Παλεύει ακόμα το σκοτάδι τ΄ουρανού την διαύγεια της μέρας
Και με λαχτάρα η ψυχή βγάζει αμφιβολίας στεναγμό.
Ω! την αλήθεια ν'αντικρύζεις—θεϊκός ο ήλιος,
Το στήθος μου βαριανασαίνει, το πνεύμα μου βαθιά νοιώθει επιθυμία!
*
Την σήμερον πονάει ο Χρόνος σε σπουδαίο τοκετό
Την σήμερον η Αλήθεια καταδέχεται τους ουρανούς ν'αφήσει και στη γη να κατεβεί
Πριν πέσει η νύχτα με σιγουριά θα ξέρω
Ποιόν οδηγό ν'ακολουθήσω, ποιό μονοπάτι να τραβήξω
Προσμένω με ελπίδα, με φόβο προσμένω
Τον οιωνό του Θεού, του μόνου αληθινού Θεού ν'ακούσω.
— Charlotte Brontë (1816-1855): Μία από τις αδελφές Μπροντέ, η συγγραφέας της Jane Eyre.
Κείμενο & μετάφραση ποιημάτων: Λητώ Σεϊζάνη